-
1 μελισσο-νόμος
μελισσο-νόμος, Bienen weidend, wartend, bei Ar. Ran. 1273 eine Verdrehung wahrscheinlich eines äschyleischen Wortes, vielleicht wie μέλισσαι, Priesterinn, worauf die eine Glosse hindeutet: οἱ δίκην μελισσῶν νεμόμενοι ἐν τῷδε τῷ τῆς ϑεᾶς ἄλσει. Der Schol. erkl. οἱ διανέμοντες τὰ τῆς πόλεως, dah. auch πολισσονόμος vermuthet wird.
-
2 μελισσονόμος
μελισσο-νόμος, Bienen weidend, wartend
См. также в других словарях:
Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] … Dictionary of Greek
μαζονόμος — μαζονόμος, ὁ (Α) το μαζονόμον.* [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + νόμος (< νέμω), πρβλ. κρεα νόμος, μελισσο νόμος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek