Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μελδόμενος

См. также в других словарях:

  • μελδόμενος — μέλδομαι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλδω — (Α) 1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.) 2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι (στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»