Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μεγᾰλᾱνωρ

См. также в других словарях:

  • μεγαλάνωρ — μεγαλάνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μεγαλήνωρ …   Dictionary of Greek

  • μεγαλάνωρ — μεγαλά̱νωρ , μεγαλήνωρ high souled masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»