-
1 μεγαλείο(ν)
τό1) величие, величавость, величественность;περασμένα μεγαλεία — былое величие, былая слава;
2) величественное творение;3) πλ. блеск, роскошь, великолепие;ζω στα μεγαλεία — жить в роскоши;
4) (в восклицат. предлож.) чудо;αγόρασα ένα άλογο μεγαλεί! — купил лошадь — чудо!;
κρασί μεγαλεί! — чудное вино!
-
2 μεγαλείο(ν)
τό1) величие, величавость, величественность;περασμένα μεγαλεία — былое величие, былая слава;
2) величественное творение;3) πλ. блеск, роскошь, великолепие;ζω στα μεγαλεία — жить в роскоши;
4) (в восклицат. предлож.) чудо;αγόρασα ένα άλογο μεγαλεί! — купил лошадь — чудо!;
κρασί μεγαλεί! — чудное вино!
См. также в других словарях:
μεγαλειότερον — μεγαλεῑότερον , μεγαλεῖος magnificent adverbial comp μεγαλεῑότερον , μεγαλεῖος magnificent masc acc comp sg μεγαλεῑότερον , μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειοτέρας — μεγαλεῑοτέρᾱς , μεγαλεῖος magnificent fem acc comp pl μεγαλεῑοτέρᾱς , μεγαλεῖος magnificent fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειοτέρως — μεγαλεῑοτέρως , μεγαλεῖος magnificent adverbial comp μεγαλεῑοτέρως , μεγαλεῖος magnificent masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειότατα — μεγαλεῑότατα , μεγαλεῖος magnificent adverbial superl μεγαλεῑότατα , μεγαλεῖος magnificent neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλείων — μεγαλεί̱ων , μεγαλεῖος magnificent fem gen pl μεγαλεί̱ων , μεγαλεῖος magnificent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλείως — μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent adverbial μεγαλεί̱ως , μεγαλεῖος magnificent masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειοτάταν — μεγαλεῑοτάτᾱν , μεγαλεῖος magnificent fem acc superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειοτάτου — μεγαλεῑοτάτου , μεγαλεῖος magnificent masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειοτέροις — μεγαλεῑοτέροις , μεγαλεῖος magnificent masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειοτέρῳ — μεγαλεῑοτέρῳ , μεγαλεῖος magnificent masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλειότατε — μεγαλεῑότατε , μεγαλεῖος magnificent masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)