-
1 увеличивать
увеличиватьнесов1. αὐξάνω, ἐπαυξάνω О-ет.), μεγαλώνω κάτι, μεγεθύνω:\увеличивать производство αὐξάνω τήν παραγωγή· \увеличивать доходы μεγαλώνω τά ἐσοδα· \увеличивать зарплату αὐξάνω τόν μισθό·2. (оптическим прибором) μεγεθύνω:\увеличивать портрет μεγεθύνω τό πορτραίτο. -
2 увеличивать
-
3 изображение
1. (картина, рисунок) η εικόν/α, η απεικόνισηувеличивать - μεγεθύνω την -, κάνω μεγέθυνση της - αςуменьшать - σμικρύνω/μικραίνω την -, κάνω σμίκρυνση της - αςрадиолокационное - η εικόνα/το στίγμα στο ραντάρрезкое - έντονη -, ευδιάκριτη -2. опт. η εικόναраздвоенное (тлв.) - διπλή -чёткое - ευδιάκριτη -, καθαρή -3. мат. το σχήμα, η παράσταση· аксонометрическое - αξονομετρικό - 4. (действие) η αναπαράσταση, η απεικόνισηграфическое - γραφική -, το διάγραμμαтопографическое - τοπογραφική -, η τοπογραφική αποτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изображение
-
4 расширять
1. (делать более широким) φαρδαίνω, πλαταίνω, διαπλατύνω, διευρύνω 2. (увеличивать в числе, объёме) αυξάνω, μεγαλώνω, μεγεθύνω, επεκτείνω 3. (делать более обширным) διευρύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расширять
-
5 увеличивать
1. (количество, число) αυξάνω 2. (силу, мощность и т.п.) επαυξάνω, μεγαλώνω 3. (ο линзе, объективе, изображении при печати) μεγεθύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличивать
-
6 укрупнять
укрупн||ятьнесов μεγεθύνω, μεγαλώνω -
7 усугублять
усугуб||лятьнесов μεγαλώνω, αὐξάνω, μεγεθύνω (увеличивать)/ ἐπιδεινώνω, χειροτερεύω Ο-ετ.) (ухудшать):\усугублятьлять вину́ ἐπιδεινώνω τό σφάλμα μου· \усугублятьлять положение χειροτερεύω τή θέση μου (или τήν κατάσταση)· \усугублятьля́ть опасность μεγαλώνω τόν κίνδυνον \усугублятьлять страдания κάνω πιό βαριά τά βάσανα. -
8 укрупнять
[ουκρουπνγιάτ'] ρ. μεγεθύνω -
9 укрупнять
[ουκρουπνγιάτ'] ρ μεγεθύνω -
10 увеличить
-чу, -чишьρ.σ.μ.μεγαλώνω, αυξαίνω, αναπτύσσω• μεγεθύνω•увеличить производительность труда αυξαίνω την παραγωγικότητα της εργασίας•
увеличить число войск αυξαίνω τη δύναμη του στρατού•
микроскоп -ил предмет το μικροσκόπιο μεγέθυνε το αντικείμενο•
увеличить тревогу μεγαλώνω το φόβο•
увеличить опасность μεγαλώνω τον κίνδυνο.
αυξαίνω, -ομαι, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω• μεγεθύνομαι•заработок его -лся οι, αποδοχές του αυξήθηκαν•
под микроскопом предмет -лся με το μικροσκόπιο το αντικείμενο μεγεθύνθηκε•
опасность -лся ο κίνδυνος μεγάλωσε.
-
11 укрупнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укрупнённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.μεγεθύνω, μεγαλώνω, επαυξαίνω• κάνω πιο μεγάλο•укрупнить трест μεγαλώνω την εταιρεία.
μεγεθύνομαι, μεγαλώνω-επεκτείνομαι.
См. также в других словарях:
μεγεθύνω — μεγεθύνω, μεγέθυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεγεθύνω — μεγεθύ̱νω , μεγεθύνω increase in bulk aor subj act 1st sg μεγεθύ̱νω , μεγεθύνω increase in bulk pres subj act 1st sg μεγεθύ̱νω , μεγεθύνω increase in bulk pres ind act 1st sg μεγεθύ̱νω , μεγεθύνω increase in bulk aor ind mid 2nd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθύνω — (Α μεγεθύνω) αυξάνω το μέγεθος, τον όγκο, την έκταση, τις διαστάσεις ενός αντικειμένου, τό μεγαλώνω αρχ. 1. μεγαλύνω, εγκωμιάζω, εξυμνώ 2. είμαι υψηλός ως προς το ύφος («ὁ Πλάτων τοιούτῳ τινὶ χεύματι ἀψοφητὶ ῥέων οὐδὲν ἧττον μεγεθύνεται»,… … Dictionary of Greek
μεγεθύνω — μεγέθυνα, μεγεθύνθηκα, μεγεθυσμένος, κάνω κάτι να φαίνεται ή να είναι μεγαλύτερο, αυξάνω το μέγεθος, μεγαλώνω: Μεγεθύναμε τις φωτογραφίες από τις διακοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεμεγεθυσμένα — μεγεθύνω increase in bulk perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμεγεθυσμένᾱ , μεγεθύνω increase in bulk perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμεγεθυσμένᾱ , μεγεθύνω increase in bulk perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμεγέθυνται — μεγεθύνω increase in bulk perf ind mp 3rd sg μεγεθύνω increase in bulk perf ind mp 3rd pl (epic ionic) μεγεθύνω increase in bulk perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμεγεθυσμένον — μεγεθύνω increase in bulk perf part mp masc acc sg μεγεθύνω increase in bulk perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθυνθείσης — μεγεθύνω increase in bulk aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθυνθῆναι — μεγεθύνω increase in bulk aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθυνθῇ — μεγεθύνω increase in bulk aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγεθυνθέντος — μεγεθύνω increase in bulk aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)