-
1 μεγακλεής
μεγᾰ-κλεής, ές,II parox. Μεγακλέης as pr. n.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγακλεής
-
2 ἀγα
ἀγα-, intensive prefix,A very, as ἀγα-κλεής, etc., cf. ἄγαν. (Prob. for m?ἀγαXga, reduced form of μέγα.) -
3 ἀγα-
Grammatical information: prefixDerivatives: ἄγαμαι `admire, envy', ἀγάομαι (Hes.), ἀγαίομαι (Od.), ἀγάζω (A.). ἄγη `admiration, envy' (Il.).Origin: IE [Indo-European] [708] *meǵ-h₂- `great'Etymology: The same stem as μέγα-, PIE *m̥ǵh₂-. It agrees with Av. aš-, e.g. aš-aojah- `with great strength' (from zero grade *mǵs, Schindler, FS Hoenigswald 1987. 345). S. μέγας, ἄγαν.Page in Frisk: 1,5Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγα-
См. также в других словарях:
κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… … Dictionary of Greek
μεγακλεής — μεγακλεής, ές (ΑM) αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα κλεής, δυσ κλεής] … Dictionary of Greek