-
1 μυχονδε
-
2 αναχωρεω
1) возвращаться назад(ἐπ΄ οἴκου Thuc.; πάλιν Plat.)
2) отступать, отходить(ἄψ Hom.; εἰς τοὐπίσω Lys., Plat.)
φυγῇ ἀ. Plat. — обратиться в бегство3) уходить, удаляться(μεγάροιο μυχόνδε Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.)
ἀ. ὑπό τινος Her. — быть вытесняемым кем-л.;ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. — уходить от дел;πολισμάτιον ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. — городок, расположенный вдали от моря;τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. — глубина (перспектива) рисунка4) воздерживаться, отказываться(εκ τινος Plat.)
5) переходить, наследоваться(ἥ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.)
См. также в других словарях:
μυχόνδε — (Α) επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν δε, οικόν δε)] … Dictionary of Greek