-
1 μειλιγμα
- ατος τό1) средство утоления, способ смягчения(θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.)
2) наслаждение, радость, отрадаΧρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ΄ Ἰλίῳ ирон. Aesch. — отрада илионских Хрисеид, т.е. Агамемнон
3) умилостивительная жертва(νερτέροις Aesch.)
См. также в других словарях:
μείλιγμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για … Dictionary of Greek
μείλιγμ' — μείλιγμα , μείλιγμα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιγμάτων — μείλιγμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίγμασι — μείλιγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίγμασιν — μείλιγμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίγματα — μείλιγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίγματι — μείλιγμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίγματ' — μειλίγματα , μείλιγμα neut nom/voc/acc pl μειλίγματι , μείλιγμα neut dat sg μειλίγματε , μείλιγμα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχμα — μείλιχμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μείλιγμα … Dictionary of Greek
μελίχματα — μελίχματα, τὰ (Α) βλ. μείλιγμα … Dictionary of Greek