-
1 ἐλάσσων
ἐλάσσων, att. ἐλάττων, ον, gen. ονος, compar. zu ἐλαχύς, w. m. s., geringer, kleiner, Ggstz von μείζων, Soph. Tr. 323; Plat. Phaed. 70 e u. sonst; von πλέον, Eur. Phoen. 510; Plat. Phil. 24 c; von οἱ πολλοί, Rep. IX, 431 d; οὐκ ἐλάσσονα πάσχουσι Aesch. Pers. 799; folgde Dichter u. in Prosa. Von der Zeit, kürzer, βίος Plat. Tim. 75 d. – Bes. ἔλασσον ἔχειν, den Kürzeren ziehen, τῇ μάχῃ Her. 9, 102; ἐν ἱππομαχίᾳ Thuc. 2, 22; im Proceß, Dem. 18, 124; δίκαιος ἀδίκου ἔλ. ἔχει Plat. Rep. I, 343 d; ἔλαττον ὑπὸ τῶν προςηκόντων ἔχοντες, beeinträchtigt von, Lys. 32, 1; Sp., die auch χρημάτων, ἡδονῆς ἐλάττων, dem Gelde, der Luft fröhnend, verbinden, wie Xen. Lac. 5, 8 σιτίων ἐλ. Uebh. nachstehend, οὐδενὸς ἐλάττων Ar. Vesp. 1270; von Sachen, οὐδενὸς ἔλαττον ἁμάρτημα Isocr. 12, 89, wie D. Hal. 1, 16 οὐδενὸς ἔλ. ἄγος ϑέμενοι; Sp. – Von der Zahl, weniger, Her. 3, 121; οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων Xen. Hell. 4, 2, 16; μὴ ἔλαττον ἢ μυρίους Κυζικηνοὺς αἰτεῖν An. 5, 10, 5; häufig ohne ἤ, οὐκ ἐλάττους ὀγδοήκοντα D. Sic. 14, 8; – περὶ ἐλάττονος ποιεῖσϑαί τινος, geringer achten als Etwas, Her. 6, 6; Lys. 1, 26; Isocr. 18, 63; ἐν ἐλάττονι ποιεῖσϑαι, ϑέσϑαι, Ath. XII, 537 c; Pol. 4, 6, 12; – ἔλασσον, adverbial, weniger, Soph. El. 588; πλέον ἢ ἔλασσόν τινος μετέχειν Plat. Phaed. 93 d; ἔλασσον ἄπωϑεν, d. i. näher, Thuc. 4, 67; μὴ ἔλαττον δέκα ἔτη γεγονότες Plat. Legg. IX, 856 d; ἑλόμενος μὴ ἔλαττον ἑκατὸν ἀνδρῶν, nicht weniger als hundert, VI, 754 c.
-
2 ἐλάσσων
ἐλάσσων, geringer, kleiner, Ggstz von μείζων. Von der Zeit: kürzer. Bes. ἔλασσον ἔχειν, den Kürzeren ziehen; im Prozess; ἔλαττον ὑπὸ τῶν προςηκόντων ἔχοντες, beeinträchtigt von; χρημάτων, ἡδονῆς ἐλάττων, dem Gelde, der Luft fröhnend. Übh. nachstehend; von Sachen. Von der Zahl: weniger; περὶ ἐλάττονος ποιεῖσϑαί τινος, geringer achten als etwas; ἔλασσον, adverbial: weniger; ἔλασσον ἄπωϑεν, näher; ἑλόμενος μὴ ἔλαττον ἑκατὸν ἀνδρῶν, nicht weniger als hundert
См. также в других словарях:
Дамодос, Викентиос — Викентиос Дамодос греч. Βικέντιος Δαμοδός Род деятельности: педагог, философ Дата рождения … Википедия
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
έπαθλο(ν) — το (AM ἔπαθλον) βραβείο που θεσπίζεται για κάτι και κυρίως για τους αγώνες νεοελλ. (λογ.) ο τέταρτος τρόπος τού τέταρτου σχήματος τού κατηγορικού συλλογισμού, στον οποίο η μείζων πρόταση είναι αποφατική, η ελάσσων καταφατική και το συμπέρασμα εν… … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… … Dictionary of Greek
ισάκις — (Α ἰσάκις) [ίσος] επίρρ. 1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.) 2. σε ίσα μέρη νεοελλ. (λογ.) ο τρίτος τρόπος τού κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
σαφηνής — (I) ές, ΝΑ, και δωρ. τ. σαφανής Α σαφής («λόγος κρατεῑ σαφηνὴς τοῡτο κοὐκ ἑνὶ στάσις», Σοφ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo σαφηνές η απλή και καθαρή αλήθεια. επίρρ... σαφηνῶς και ιων. τ. σαφηνέως Α (συν. με λεκτικά ρήματα) με σαφήνεια, με βεβαιότητα.… … Dictionary of Greek
σθεναρός — ή, ό / σθεναρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ. δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek