Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μαχία

См. также в других словарях:

  • θηρομαχία — θηρομαχία, ἡ (Α) επιγρ. μάχη με θηρία, πάλη με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία, ξιφο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • θυμομαχία — θυμομαχία, ἡ (Α) πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχία (< μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, οδο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • θυρεαμαχία — θυρεαμαχία, ἡ (Α) επιγρ. είδος αγωνίσματος, συμπλοκή, μάχη κατά την οποία γινόταν χρήση θυρεών, δηλ. ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + μαχία (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, τειχο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • καστρομαχία — καστρομαχία, ἡ (Μ) πόλεμος που διεξάγεται με πολιορκία οχυρωμένων θέσεων ή κάστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + μαχία ( μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία, ταυρο μαχία)] …   Dictionary of Greek

  • κενταυρομαχία — η (Α κενταυρομαχία) μάχη με τους κενταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μαχία (< μαχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχία, ταυρο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • κοκορομαχία — η 1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα 2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μαχία (< μάχος <… …   Dictionary of Greek

  • κολοβομάχη — και κολοβομαχία, ἡ (Α) (ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχία, πεζο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • κωρυκομαχία — η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία) άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο… …   Dictionary of Greek

  • μηλομαχία — μηλομαχία, ἡ (Α) μάχη με μήλα, πετροβολισμός με μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο μαχία, ξιφο μαχία] …   Dictionary of Greek

  • οικομαχία — οἰκομαχία, ἡ (Α) οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο μαχία, ναυ μαχία] …   Dictionary of Greek

  • ραβδομαχία — η / ῥαβδομαχία, ΝΑ είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία νεοελλ. (γενικά) συμπλοκή με ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο μαχία, πυγ μαχία)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»