-
1 σφαιρομαχία
σφαιρο-μᾰχία, ἡ,A sparring-match with the σφαῖραι (σφαῖρα 4
), Aristomen.13, Seneca Ep.80.1, Stat.Silv.4 Praef., Poll.3.150, Aristid. 2.322 J.; and [suff] σφαιρο-μάχια, τά, a Spartan game, Eust.1601.25, Pius ap.Sch.Od.8.372.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαιρομαχία
-
2 γερανομαχία
γερᾰνο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανομαχία
-
3 Γιγαντομαχία
Γῐγαντο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γιγαντομαχία
-
4 γνωσιμαχία
γνωσῐ-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωσιμαχία
-
5 δουλομαχία
δουλο-μᾰχία, ἡ,A servile war, Lyd. Ost.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλομαχία
-
6 ζυγομαχία
ζῠγο-μᾰχία, ἡ,A quarrelling, strife, Aristaenet.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγομαχία
-
7 θεογαμία
θεο-γᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογαμία
-
8 θηριομαχία
θηριο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριομαχία
-
9 θηρομαχία
θηρο-μᾰχία, ἡ,= Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρομαχία
-
10 θυμομαχία
θῡμο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμομαχία
-
11 κενταυρομαχία
κενταυρο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενταυρομαχία
-
12 κολοβομάχη
A the interrupted battle, name for Il.8, Sch.B Il.8 init.; also [suff] κολοβο-μᾰχία, ἡ, Sch.Leid.Il.13.745 in Valck.Animadv.ad Ammon.p.181; cf.κόλος 3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοβομάχη
-
13 κωρυκομαχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωρυκομαχία
-
14 λογομαχία
λογο-μᾰχία, ἡ,A war about words, disputation, 1 Ep.Ti.6.4 (pl.), Porph. ap. Eus.PE14.10; title of Menippean satire by Varro, Nonius p.268 L., Porphyr.ad Hor.Sat.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογομαχία
-
15 μαχαιρομαχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρομαχέω
-
16 μηλομαχία
μηλο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλομαχία
-
17 μυομαχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυομαχία
-
18 νησομαχία
νησο-μᾰχία, ἡ,A island-fight, Luc.VH1.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νησομαχία
-
19 νυκτομαχία
A night-battle, Hdt.1.74, Th.7.44, Chor. p.30 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτομαχία
-
20 οἰκομαχία
οἰκο-μᾰχία, ἡ,A domestic conflict, Heph. Astr.2.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκομαχία
См. также в других словарях:
θηρομαχία — θηρομαχία, ἡ (Α) επιγρ. μάχη με θηρία, πάλη με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία, ξιφο μαχία] … Dictionary of Greek
θυμομαχία — θυμομαχία, ἡ (Α) πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχία (< μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, οδο μαχία] … Dictionary of Greek
θυρεαμαχία — θυρεαμαχία, ἡ (Α) επιγρ. είδος αγωνίσματος, συμπλοκή, μάχη κατά την οποία γινόταν χρήση θυρεών, δηλ. ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + μαχία (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, τειχο μαχία] … Dictionary of Greek
καστρομαχία — καστρομαχία, ἡ (Μ) πόλεμος που διεξάγεται με πολιορκία οχυρωμένων θέσεων ή κάστρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + μαχία ( μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχία, ταυρο μαχία)] … Dictionary of Greek
κενταυρομαχία — η (Α κενταυρομαχία) μάχη με τους κενταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μαχία (< μαχος < μάχη), πρβλ. ιππο μαχία, ταυρο μαχία] … Dictionary of Greek
κοκορομαχία — η 1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα 2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μαχία (< μάχος <… … Dictionary of Greek
κολοβομάχη — και κολοβομαχία, ἡ (Α) (ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχία, πεζο μαχία] … Dictionary of Greek
κωρυκομαχία — η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία) άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο… … Dictionary of Greek
μηλομαχία — μηλομαχία, ἡ (Α) μάχη με μήλα, πετροβολισμός με μήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο μαχία, ξιφο μαχία] … Dictionary of Greek
οικομαχία — οἰκομαχία, ἡ (Α) οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο μαχία, ναυ μαχία] … Dictionary of Greek
ραβδομαχία — η / ῥαβδομαχία, ΝΑ είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία νεοελλ. (γενικά) συμπλοκή με ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο μαχία, πυγ μαχία)] … Dictionary of Greek