-
1 μαχαίριον
A surgeon's or barber's knife, Hp.Medic.6,7, Arist. GA 789b13, Metaph. 1061a4, Com.Adesp.327, Plu.Brut.13, Ruf.Ren. Ves.12.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαίριον
-
2 μάχαιρα
Grammatical information: f.Meaning: `big knife, butchery knife' (Il.); posthom. also `short sword, dagger'.Compounds: Compp., e.g. μαχαιρο-φόρος `sword-bearing', m. `sword-bearer' (IA), ἀ-μάχαιρος `without knife' (Pherecr.).Derivatives: Diminut. μαχαίρ-ιον (Hp., X., Arist.), - ίς f. (Com., Str.), - ίδιον (Ph., Luc.); further μαχαιρᾶς m. `swordbearer' (pap., inscr.; Schwyzer 461), μαχαιρωτός `equipped with shword' (Gal., Paul. Aeg.; Chantraine Form. 305); μαχαιρίων, - ίωνος m. plantname = ξιφίον (Dsc. 4, 20, v. l. - ώνιον; after the form of the leaves, Strömberg Pflanzenn. 44), also as PN (Paus.); Μαχαιρεύς m. PN (Str., sch. Pi., Boßhardt 120).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like γέραιρα, χίμαιρα, πίειρα a. o. ι̯α-deriv. of an r-stem, which might interchange with an n-stm ( πίων) (Schwyzer 475, Chantraine Form. 234). Of old connected with μάχομαι, which Chantr. finds implausible; s. v. Semitic etymolog with all reserve by Lewy Fremdw. 177 (to Hebr. m ekērā `sword'; this rather from Greek after Gordon Antiquity 30,22ff.); cf. Kretschmer Glotta 19, 160. Lat. LW [loanword] machaera. - Cf. also μάγειρος. No doubt a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,186-187Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάχαιρα
См. также в других словарях:
κανήτιον — κανήτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάνεον)* κανίσκι, καλάθι, πανέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, μαχαίρ ιον)] … Dictionary of Greek
κανόνιον — κανόνιον, τὸ (AM) μσν. διάγραμμα για τον καθορισμό τού Πάσχα αρχ. 1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών 2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων 3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη τού πλοίου 4. μαθηματικό διάγραμμα … Dictionary of Greek
καρκίνιον — καρκίνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρκίνος*) 1. μικρός κάβουρας 2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα 3. ιατρ. κακοήθης όγκος 4. στον πληθ. τὰ καρκίνια είδος εμβάδων, παντόφλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μαχαίρ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
κλυδώνιο(ν) — το (AM κλυδώνιον) νεοελλ. ναυτ. κυματώδης κατάσταση τής θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ τού επισάλου και τού κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα (μσν. αρχ.) συμφορά, ταραχή αρχ. 1. μικρός κλύδωνας 2. ανακίνηση, κύμανση 3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.… … Dictionary of Greek
κορίδιον — κορίδιον, τὸ (Α) 1. κοριτσάκι 2. πιθ. το φυτό κορίανδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. ίδ ιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
μυστηρίς — μυστηρίς, ίδος, ἡ (Α) ανώμ. θηλ. τού μυστηρικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήρ ιον + επίθημα ίς (πρβλ. βλιστηρ ίς, μαχαιρ ίς, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. *μυστήρ)] … Dictionary of Greek
σακοράφα — η, Ν 1. μεγάλη και χοντρή βελόνα με την οποία ράβονται σάκοι, στρώματα ή χοντρά υφάσματα, αλλ. σακοβελόνα ή αρμενοβελόνα 2. κοινή ονομασία σύγγναθων τελεόστεων ψαριών με αιχμηρό ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακκοράφ ιον + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α … Dictionary of Greek