-
1 μασάω
mossegar
См. также в других словарях:
μασάω — / μασώ, μάσησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μασώ — μασάω / μασώ, μάσησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek