Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μας

  • 121 корреспондент

    1. (тот, кто ведёт переписку с кем-л.) о αντεπιστέλλων 2. (сотрудник газеты, радио и т.п.) о ανταποκριτής, (выездной) о απεσταλμένος
    собственный - о δικός μας -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корреспондент

  • 122 собственный

    1. (являющийся чьей-л. собственностью) ιδιόκτητος 2. (принадлежащий кому-, чему-л.) δικός μου
    имя - ое грам. το κύριο όνομα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственный

  • 123 авторитет

    авторитет
    м
    1. τό κῦρος, ἡ αὐθεντικό-τητα [-ης], τό γόητρο[ν] / ἡ ἐπιρροή (влияние):
    пользоваться \авторитетом ἔχω κῦρος;
    2. (о человеке) ἡ αὐθεντία:
    в области физики он для нас \авторитет γιά μᾶς (αὐτός) εἶναι αὐθεντία στά ζητήματα τής φυσικής.

    Русско-новогреческий словарь > авторитет

  • 124 вдвоем

    вдвоем
    нареч οἱ δύο μαζί, οἱ δύο, οἱ δυό μας (σας, τους).

    Русско-новогреческий словарь > вдвоем

  • 125 взгляд

    взгляд
    м
    1. τό βλέμμα, ἡ ματιά:
    беглый \взгляд ἡ γρήγορη ματιά· пристальный \взгляд τό ἐπίμονο βλεμμα· устремить \взгляд ἀτενίζω, καρφώνω τό βλεμμα· бросить \взгляд на кого-л. ρίχνω μιά ματιά σέ κάποιον
    2. (точка зрения) ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη [-ις]:
    политические \взгляды οἱ πολιτικές ἀπόψεις, τά πολιτικά φρονήματα· расходиться во \взглядах διίστανται οἱ ἀπόψεις μας, ἐχουμε διαφορετική γνώμη· на мой \взгляд κατά τή γνώμη μου· ◊ и а \взгляд ἀπ' ὀτι φαίνεται· на первый \взгляд ἐκ πρώτης ὀψεως· с первого \взгляда ἀπό τήν πρώτη ματιά.

    Русско-новогреческий словарь > взгляд

  • 126 вот

    вот
    частица
    1. (указательная) νά, ἰδού:
    \вот где я живу́ νά ποῦ κατοικώ, νά ποῦ μένω· \вот как было Дело νά πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεση· \вот это, вот эта αὐτό, αὐτη·
    2. (в заключение) νά, ιδού:
    \вот и все αὐτό ήτανε ὀλο· \вот и готово Ετοιμο·
    3. (в восклицании) καί, νά:
    \вот так неожиданность! ἄλλο ἀναπάντεχο καί τοϋτο!· \вот как! ὡστε ἔτσι λοιπόν!· \вот и отлично! περίφημα!· \вот и мы! νἄμαστε καί μεῖς!·
    4. (при логическом ударении):
    \вот вас-то мне и надо ἐσάς ἀκριβῶς ζητούσα! \вот этого я вам не обещаю αὐτό δέν σας τό ὑπόσχομαι· ◊ \вот так! (одобрение) ἐτσι μπράβο!· \вот еще! (несогласие) νάτα μας!

    Русско-новогреческий словарь > вот

  • 127 выкатиться:

    выкатить||ся:
    выкатывайся! груб. στρίβε!, ἀδειασε μου τόν τόπο!, ἀδειασε μας τή γωνιά!

    Русско-новогреческий словарь > выкатиться:

  • 128 выпуск

    выпуск
    м
    1. βκ. ἡ ἔκδοση (денег, акций, займа и т. п.)Ι ἡ παραγωγή (товаров, предметов производства):
    экстренный \выпуск последних известий ἔκτακτη Εκδοση τῶν τελευταίων είδἡσεων·
    2. (часть издания) τό τεῦχος:
    словарь издается \выпусками τό λεξικό ἐκδίδεται κατά τεύχη·
    3. (учащихся) ἡ τάξη τελειοφοίτων, ἀποφοίτων:
    прошлогодний \выпуск был очень хороший ἡ περσινή τάξη τῶν τελειοφοίτων ήταν πολύ κάλή· на этой фотографии \выпуск наш \выпуск στή φωτογραφία εἶναι ἡ τάξη μας ὀταν ἀποφοιτούσαμε.

    Русско-новогреческий словарь > выпуск

См. также в других словарях:

  • Μᾶς — Μᾶ fem acc pl (attic doric) Μᾶ fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περιοδικό μας — (το). Τίτλος δεκαπενθήμερου φιλολογικού και καλλιτεχνικού περιοδικού (1900 1902). Ιδρύθηκε από το Γ. Βώκο με έδρα τον Πειραιά. Το περιοδικό αυτό υπήρξε, στην εποχή του, ένα από τα αξιολογότερα του είδους …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»