-
1 μαρτυρομαι
(fut. μαρτῠροῦμαι, aor. ἐμαρτῡράμην)1) призывать в свидетели(γαῖαν καὴ θεούς Eur.)
ὑμᾶς δ΄ ἀκούειν ταῦτ΄ ἐγὼ μαρτύρομαι Aesch. — прошу засвидетельствовать, что вы это слышите2) свидетельствовать, утверждать(ταῦτα δὲ τότε οὐκ ἐμαρτυρόμεθα, νῦν δὲ λέγομεν Plat.)
См. также в других словарях:
μαρτυροῦμαι — μαρτῠροῦμαι , μαρτύρομαι call to witness fut ind mp 1st sg (attic epic doric) μαρτυρέω bear witness pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτυρώ — άω και έω (AM μαρτυρῶ, έω) [μάρτυρας] 1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω 2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ) 3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο… … Dictionary of Greek