Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μαρμαίρω

  • 1 отливать

    отливать
    несов
    1. ἐκχέω, χύνω:
    \отливать воду из стакана χύνω νερό ἀπό τό ποτήρι·
    2. (изготовлять литьем) ἐκτυπῶ, χύνω/ καλουπιάζω (формовать)·
    3. (разными цветами) λάμπω, ἀκτινοβολώ, μαρμαίρω:
    \отливать красным ἀκτινοβολώ κόκκινο χρώμα· ◊ \отливать пу́ли разг τά παραλέω, λέω ψευτιές.

    Русско-новогреческий словарь > отливать

  • 2 мерцать

    -ает
    ρ.δ.
    1. τρεμοφέγγω, τρεμοσβήνω, τρεμοπαίζω, μαρμαίρω. || θαμποφέγγω, αχνοφέγγω.
    2. (βιολ.) πάλλω, κάνω παλμικές κινήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > мерцать

  • 3 поблёскивать

    κ. поблскивать
    -ает
    ρ.δ. λαμπυρίζω, μαρμαίρω σπινθηρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > поблёскивать

  • 4 подрагивать

    ρ.δ.
    1. τρέμω λίγο ή πότε-πότε•

    губы -ют τα χείλη τρέμουν λίγο•

    его голос -ет η φωνή του τρέμουλιάζει λίγο.

    || δονούμαι, ταλαντεύομαι λίγο ή κάποτε. || αναπηδώ, κουνιέμαι ρυθμικά ή λίγο. || (για φως, φωτιά) τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, μαρμαίρω.
    2. κάνω να τρέμει, κουνώ τρέμοντας•

    подрагивать ногой κουνώ τρεμουλιαστά το πόδι.

    Большой русско-греческий словарь > подрагивать

  • 5 сверкать

    ρ.σ.
    1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•

    звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•

    бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.

    || εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.
    3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.
    4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•

    его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.

    5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.
    εκφρ.
    только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα).

    Большой русско-греческий словарь > сверкать

  • 6 трепетать

    -пещу -пешешь
    ρ.δ.
    1. πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι• κυματίζω•

    листва -пещет η φυλλωσιά τρεμουλιάζε ι•

    флаги -пщут οι σημαίες κυματίζουν•

    море -пе-щет η θάλασσα κυματίζει.

    || σπαρταρώ, σπαράζω. || μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). || τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο).
    2. τρέμω, με πιάνει τρεμούλα• πάλλομαιδονούμαι•

    он -п-щет всем шелом αυτός τρέμει, σύγκορμος (σύσσωμος)•

    трепетать от гнева τρέμω από το θυμό.

    || μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι.
    3. μτφ. παλ. φοβούμαι πολύ, τρέμω από το αόβο•

    перед начальством τρέμω μπροστά στους ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμενους).

    || ανησυχώ πολύ•

    родители -щут за детей οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά.

    τρέμω• ριγώ• τρεμουλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > трепетать

См. также в других словарях:

  • μαρμαίρω — flash pres subj act 1st sg μαρμαίρω flash pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαίρῃ — μαρμαίρω flash pres subj mp 2nd sg μαρμαίρω flash pres ind mp 2nd sg μαρμαίρω flash pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαῖρον — μαρμαίρω flash pres part act masc voc sg μαρμαίρω flash pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαίρει — μαρμαίρω flash pres ind mp 2nd sg μαρμαίρω flash pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαίρεσκον — μαρμαίρω flash imperf ind act 3rd pl (epic ionic) μαρμαίρω flash imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαίροντα — μαρμαίρω flash pres part act neut nom/voc/acc pl μαρμαίρω flash pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαίροντι — μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat sg μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαίρουσι — μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαίρουσιν — μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρμαιρε — μαρμαίρω flash pres imperat act 2nd sg μαρμαίρω flash imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»