-
1 отливать
отливатьнесов1. ἐκχέω, χύνω:\отливать воду из стакана χύνω νερό ἀπό τό ποτήρι·2. (изготовлять литьем) ἐκτυπῶ, χύνω/ καλουπιάζω (формовать)·3. (разными цветами) λάμπω, ἀκτινοβολώ, μαρμαίρω:\отливать красным ἀκτινοβολώ κόκκινο χρώμα· ◊ \отливать пу́ли разг τά παραλέω, λέω ψευτιές. -
2 мерцать
-аетρ.δ.1. τρεμοφέγγω, τρεμοσβήνω, τρεμοπαίζω, μαρμαίρω. || θαμποφέγγω, αχνοφέγγω.2. (βιολ.) πάλλω, κάνω παλμικές κινήσεις. -
3 поблёскивать
κ. поблскивать-аетρ.δ. λαμπυρίζω, μαρμαίρω σπινθηρίζω. -
4 подрагивать
ρ.δ.1. τρέμω λίγο ή πότε-πότε•губы -ют τα χείλη τρέμουν λίγο•
его голос -ет η φωνή του τρέμουλιάζει λίγο.
|| δονούμαι, ταλαντεύομαι λίγο ή κάποτε. || αναπηδώ, κουνιέμαι ρυθμικά ή λίγο. || (για φως, φωτιά) τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, μαρμαίρω.2. κάνω να τρέμει, κουνώ τρέμοντας•подрагивать ногой κουνώ τρεμουλιαστά το πόδι.
-
5 сверкать
ρ.σ.1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•
бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.
|| εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.
5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.εκφρ.только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα). -
6 трепетать
-пещу -пешешьρ.δ.1. πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι• κυματίζω•листва -пещет η φυλλωσιά τρεμουλιάζε ι•
флаги -пщут οι σημαίες κυματίζουν•
море -пе-щет η θάλασσα κυματίζει.
|| σπαρταρώ, σπαράζω. || μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). || τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο).2. τρέμω, με πιάνει τρεμούλα• πάλλομαιδονούμαι•он -п-щет всем шелом αυτός τρέμει, σύγκορμος (σύσσωμος)•
трепетать от гнева τρέμω από το θυμό.
|| μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι.3. μτφ. παλ. φοβούμαι πολύ, τρέμω από το αόβο•перед начальством τρέμω μπροστά στους ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμενους).
|| ανησυχώ πολύ•родители -щут за детей οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά.
τρέμω• ριγώ• τρεμουλιάζω.
См. также в других словарях:
μαρμαίρω — flash pres subj act 1st sg μαρμαίρω flash pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… … Dictionary of Greek
μαρμαίρῃ — μαρμαίρω flash pres subj mp 2nd sg μαρμαίρω flash pres ind mp 2nd sg μαρμαίρω flash pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαῖρον — μαρμαίρω flash pres part act masc voc sg μαρμαίρω flash pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαίρει — μαρμαίρω flash pres ind mp 2nd sg μαρμαίρω flash pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαίρεσκον — μαρμαίρω flash imperf ind act 3rd pl (epic ionic) μαρμαίρω flash imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαίροντα — μαρμαίρω flash pres part act neut nom/voc/acc pl μαρμαίρω flash pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαίροντι — μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat sg μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαίρουσι — μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαίρουσιν — μαρμαίρω flash pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαρμαίρω flash pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρμαιρε — μαρμαίρω flash pres imperat act 2nd sg μαρμαίρω flash imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)