Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μαράζι+el

  • 1 томление

    том||ление
    с τό βάσανο, τό μαράζι.

    Русско-новогреческий словарь > томление

  • 2 тоска

    тоск||а
    ж
    1. ἡ μελαγχολία, ἡ θλίψη, ἡ βαρυθυμιά/ τό μαράζι (томление):
    \тоска по ро́дние ἡ νοσταλγία· предсмертная \тоска ἡ ἐπιθανάτιος (αγωνία)·
    2. (скука) ἡ ἀνία, ἡ πλήξη:
    наводить \тоскау́ προκαλώ πλήξη· разогнать \тоскау́ διασκεδάζω τήν ἀνία μου.

    Русско-новогреческий словарь > тоска

  • 3 heartache

    noun ((a feeling of) great sadness.) μαράζι

    English-Greek dictionary > heartache

  • 4 жгучий

    επ., βρ: жгуч, -а, -е
    1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•

    жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•

    -ее солнце καυτερός ήλιος.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    -ее перец καυτερή πιπεριά.

    || δυνατός• ανυπόφορος•

    -ая боль σουβλερός πόνος•

    жгучий мороз τσουχτερό κρύο.

    2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•

    жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•

    -ая тоска καημός, μαράζι•

    -ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•

    -ые слезы καυτά δάκρυα•

    -ая обида βαριά προσβολή•

    -ее впечатление αλγεινή εντύπωση•

    жгучий взгляд φλογερή ματιά.

    εκφρ.
    жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•
    - ая сатира – δη-τική σάτυρα•
    жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > жгучий

  • 5 пришибленность

    θ.
    άχθος, πόνος κρυφός, καημός• μαράζι σαράκι.

    Большой русско-греческий словарь > пришибленность

  • 6 съесть

    съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τρώγω•

    съесть суп τρώγω σούπα•

    съесть яблоко τρώγω μήλο.

    || μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.
    2. κατατρώγω•

    сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.

    || κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).
    3. βλ. есть 1 (2 σημ.).
    4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•

    тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.

    || βασανίζω, τυραννώ•

    зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•

    тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.

    5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.
    εκφρ.
    съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > съесть

  • 7 тощища

    θ.
    ανυπόφορη θλίψη, λύπη• καημός, μαράζι.

    Большой русско-греческий словарь > тощища

  • 8 maraz

    ασθένεια, μαράζι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > maraz

См. также в других словарях:

  • μαράζι — το 1. μαρασμός 2. φυματίωση, φθίση 3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά») 4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz] …   Dictionary of Greek

  • μαράζι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. ο μαρασμός, η φθίση, η φυματίωση. 2. μτφ., μεγάλη στενοχώρια, θλίψη, καημός: Αρρώστησε από το μαράζι του χωρισμού της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω …   Dictionary of Greek

  • μαραζώνω — [μαράζι] 1. επιφέρω μαρασμό, προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… …   Dictionary of Greek

  • μαραζιάρης — α, ικο [μαράζι] 1. μαραζωμένος, μαραμένος, καχεκτικός 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση 3. αυτός που έχει πάθει μελαγχολία από μεγάλη στενοχώρια, αυτός που ρέπει στη μελαγχολία, μελαγχολικός …   Dictionary of Greek

  • νταλκάς — και νταλγκάς, ο 1. κύμα 2. μτφ. έντονη επιθυμία, πόθος, μεράκι, καημός, μαράζι 3. ανυπόφορος εφιάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalga «κύμα»] …   Dictionary of Greek

  • σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… …   Dictionary of Greek

  • σεκλέτι — και σικλέτι, το, Ν στενοχώρια, βάσανο, μαράζι, ιδίως από έρωτα («τόν έφαγε το σεκλέτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siklet «βάρος»] …   Dictionary of Greek

  • măraz — MĂRÁZ, mărazuri, s.n. (reg.; mai ales la pl.) Mofturi, nazuri, fasoane. [var.: maráz s.m.] – Din tc. maraz. Trimis de claudia, 17.10.2003. Sursa: DEX 98  MĂRÁZ s. v. ciudă, gelozie, invidie, necaz, pică, pizmă, pornire, ranchiună …   Dicționar Român

  • μαραζιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει μαράζι, ο φθισικός, ο καχεκτικός. 2. μτφ., ο θλιμμένος, ο μελαγχολικός: Η αδερφή του αυτές τις μέρες είναι μαραζιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»