-
1 томление
том||лениес τό βάσανο, τό μαράζι. -
2 тоска
тоск||аж1. ἡ μελαγχολία, ἡ θλίψη, ἡ βαρυθυμιά/ τό μαράζι (томление):\тоска по ро́дние ἡ νοσταλγία· предсмертная \тоска ἡ ἐπιθανάτιος (αγωνία)·2. (скука) ἡ ἀνία, ἡ πλήξη:наводить \тоскау́ προκαλώ πλήξη· разогнать \тоскау́ διασκεδάζω τήν ἀνία μου. -
3 heartache
noun ((a feeling of) great sadness.) μαράζι -
4 жгучий
επ., βρ: жгуч, -а, -е1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•
-ее солнце καυτερός ήλιος.
|| καυτερός, τσουχτερός•-ее перец καυτερή πιπεριά.
|| δυνατός• ανυπόφορος•-ая боль σουβλερός πόνος•
жгучий мороз τσουχτερό κρύο.
2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•
-ая тоска καημός, μαράζι•
-ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•
-ые слезы καυτά δάκρυα•
-ая обида βαριά προσβολή•
-ее впечатление αλγεινή εντύπωση•
жгучий взгляд φλογερή ματιά.
εκφρ.жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•- ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•- ая сатира – δη-τική σάτυρα•жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή. -
5 пришибленность
-и θ.άχθος, πόνος κρυφός, καημός• μαράζι σαράκι. -
6 съесть
съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.1. τρώγω•съесть суп τρώγω σούπα•
съесть яблоко τρώγω μήλο.
|| μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.2. κατατρώγω•сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.
|| κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).3. βλ. есть 1 (2 σημ.).4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.
|| βασανίζω, τυραννώ•зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•
тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.
5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.εκφρ.съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή. -
7 тощища
-и θ.ανυπόφορη θλίψη, λύπη• καημός, μαράζι. -
8 maraz
ασθένεια, μαράζι
См. также в других словарях:
μαράζι — το 1. μαρασμός 2. φυματίωση, φθίση 3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά») 4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz] … Dictionary of Greek
μαράζι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. ο μαρασμός, η φθίση, η φυματίωση. 2. μτφ., μεγάλη στενοχώρια, θλίψη, καημός: Αρρώστησε από το μαράζι του χωρισμού της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω … Dictionary of Greek
μαραζώνω — [μαράζι] 1. επιφέρω μαρασμό, προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι … Dictionary of Greek
μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… … Dictionary of Greek
μαραζιάρης — α, ικο [μαράζι] 1. μαραζωμένος, μαραμένος, καχεκτικός 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση 3. αυτός που έχει πάθει μελαγχολία από μεγάλη στενοχώρια, αυτός που ρέπει στη μελαγχολία, μελαγχολικός … Dictionary of Greek
νταλκάς — και νταλγκάς, ο 1. κύμα 2. μτφ. έντονη επιθυμία, πόθος, μεράκι, καημός, μαράζι 3. ανυπόφορος εφιάλτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalga «κύμα»] … Dictionary of Greek
σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… … Dictionary of Greek
σεκλέτι — και σικλέτι, το, Ν στενοχώρια, βάσανο, μαράζι, ιδίως από έρωτα («τόν έφαγε το σεκλέτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siklet «βάρος»] … Dictionary of Greek
măraz — MĂRÁZ, mărazuri, s.n. (reg.; mai ales la pl.) Mofturi, nazuri, fasoane. [var.: maráz s.m.] – Din tc. maraz. Trimis de claudia, 17.10.2003. Sursa: DEX 98 MĂRÁZ s. v. ciudă, gelozie, invidie, necaz, pică, pizmă, pornire, ranchiună … Dicționar Român
μαραζιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει μαράζι, ο φθισικός, ο καχεκτικός. 2. μτφ., ο θλιμμένος, ο μελαγχολικός: Η αδερφή του αυτές τις μέρες είναι μαραζιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)