-
1 εισοραω
ион. и староатт. ἐσοράω (fut. εἰσοψομαι, aor. 2 εἰσεῖδον)1) реже med. смотреть, рассматривать, глядеть, наблюдать, созерцать(τινα и τι Hom., Pind., Aesch., Soph., Xen.)
ἐσορέοντες τέν μαντικήν Her. — наблюдая вещие приметы, т.е. занимаясь гаданием2) видеть, замечатьπρέπει ὡς τύραννος εἰ. Soph. — у нее вид царицы;
ἐλεινὸς εἰ. Aesch. — имеющий жалкий вид, внушающий сострадание3) иметь в виду, принимать во внимание(πλοῦτον ἢ εὐγένειαν Eur.)
4) смотреть, остерегатьсяἀλλ΄ εἰσόρα, μέ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιθῇς (v. l. τίθης) Soph. — но смотри, не прибегай к ложному предлогу
5) почтительно взирать(τινας θεοὺς ὥς Hom.)
См. также в других словарях:
μαντικήν — μαντικός prophetic fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CASTALIUS Fons — Caballinus, et Libethris dicitur. Est in radicibus Parnassi, Musis sacer. Virgilius Castaliam vocat Georg. l. 3. v. 293. Iuvat ire iugis, qua nulla priorum Castaliam molli divertitur orbita clivo. De nominis origine sic Bochart. l. 1. Chanann. c … Hofmann J. Lexicon universale
MIMALLONES — mulieres Liberi Patris orgia celebrantes Straboni, quae et Thyades dicuntur. et Maenades, et Bacthae. Dictae putantur, a Mimante, Ioniae monte Baccho sacro, vel, ut quidam nugantur, ἀπὸ τοῦ μιμεῖςθαι, eo quôd thyrsos et cornua ferentes, Indicam… … Hofmann J. Lexicon universale
SORTES — Oracula dicebantur. Ciceto de Divin. l. 1. c. 6. Quae est autem gens, quae Civitas, quae non aut extis pecudum, aut monstra, aut fulgura interpretantium, aut Augurum, aut Astrlogorum, aut Sortium, (ea enim fere Artis sunt) praedictione, moneatur? … Hofmann J. Lexicon universale
έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… … Dictionary of Greek
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τελεστικός — ή, όν, Α [τελεστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῑα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.) 2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.) 3. κατάλληλος για μύηση … Dictionary of Greek