-
21 μανιώδεος
μανιώδηςlike madness: masc /fem /neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
22 μανιώδεσι
μανιώδηςlike madness: masc /fem /neut dat pl -
23 μανιώδεσιν
μανιώδηςlike madness: masc /fem /neut dat pl -
24 μανιώδους
μανιώδηςlike madness: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
25 завзятый
επ.μανιώδης, ξετρελλαμένος•охотник μανιώδης κυνηγός•
завзятый игрок μανιώδης παίχτης•
завзятый театрал μεγάλος θεατρόφιλος.
|| πραγματικός, αληθινός. -
26 страстный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.με πάθος, παθητικός, εμπαθής. || ένθερμος, φλογερός. || μανιώδης•страстный игрок μανιώδης παίκτης•
страстный охотник μανιώδης κυνηγός.
|| περιπαθής, εμμανής•страстный любовник ερωτομανής.
-
27 завзятый
завзятыйприл разг μανιώδης/ φανατικός (закоренелый):\завзятый охотник μανιώδης κυνηγός· \завзятый театрал φανατικός θεατρόφιλος. -
28 записной
записн||ой Iприл:\записнойая книжка τό μπλοκ, τό σημειωματάριο.записной IIприл разг (заядлый, завзятый) μανιώδης:\записной игрок ὁ μανιώδης παίκτης, ὁ χαρτοπαίκτης· \записной пьяница ὁ ἀδιόρθωτος μπεκρής. -
29 заядлый
заядлыйприл разг μανιώδης, ἀδιόρθωτος, φανατικός:\заядлый спорщик ὁ ἀδιόρθωτος καυγατζής· \заядлый игрок ὁ μανιώδης παίκτης. -
30 страстный
стра́стн||ыйприл1. (о человеке) θερμός/ μανιώδης (сильно увлекающийся чем-л.):\страстныйый музыкант (театра́л) ὁ μανιώδης μουσικός (θεατρόφιλος)2. (о желании и т. п.) φλογερός, σφοδρός:\страстныйая любовь ὁ φλογερός Ερωτας, ἡ σφοδρή ἀγάπη. -
31 μανιώδες
-
32 μανιῶδες
-
33 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
34 истый
επ.γνήσιος, αληθινός, πραγματικός, βέρος, με τα όλα του•истый учёный επιστήμονας όπως πρέπει.
|| μανιώδης• ένθερμος• — охотник μανιώδης κυνηγός. -
35 Mad
adj.P. and V. μανιώδης, ἔμπληκτος, ἀπόπληκτος, Ar. and P. ἐμβρόντητος, παραπλήξ, μανικός, P. ἔκφρων, V. ἐμμανής (Plat. also but rare P.), μάργος (also Plat. but rare P.), μαργῶν, λυσσώδης, ἐπιβρόντητος, μανιάς, παράκοπος φρενῶν, οἰστροπλήξ, Ar. and V. παραπεπληγμένος. Also with fem. subs.; V. μαινάς, δρομάς; see also Foolish.Mad words: V. λόγοι... ἔξεδροι φρενῶν (Eur., Hipp. 935).Driven mad by the gods: V. θεομανής.Be mad for, v.: see long for.Be mad: P. and V. οὐ φρονεῖν, ἐξίστασθαι, παραφρονεῖν, παρανοεῖν, παραλλάσσειν, μαίνεσθαι, P. τετυφῶσθαι (perf. pass. of τυφοῦν).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mad
-
36 азартный
азарт||ныйприл μανιώδης (об игроке)/ ριψοκίνδυνος, παρακινδυνευμένος (об игре):\азартныйная игра τυχερό παιχνίδι. -
37 бешеный
бешеныйприл1. λυσσασμένος, λυσσαλέος;2. (неистовый) παράφορος, μανιώδης; ◊ \бешеныйая скорость ἡ δαιμονισμένη ταχύτητα; \бешеныйые цены разг οἱ ὑπέρογκες τιμές. -
38 дуэляит
дуэ́л||я́итм ὁ μονομάχος, ὁ μανιώδης μονομάχος. -
39 неистовый
неистов||ыйприл φρενιασμένος μανιώδης, μανιασμένος. -
40 отчаянный
отчаянн||ыйприл1. ἀπεγνωσμένος, γεμάτος ἀπόγνωση·2. (безвыходный) разг ἀπελπιστικός:\отчаянныйое положение ἡ ἀπελπιστική κατάσταση·3. (безрассудно смелый) παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος:\отчаянныйый человек ὁ ριψοκίνδυνος ἀνθρωπος·4. (со страстью отдающийся чему-л.) δεινός, μανιώδης:\отчаянныйый картежник ὁ δεινός χαρτοπαίκτης·5. (чрезвычайный, сильный) разг φρικτός, φοβερός:\отчаянныйая боль ὁ φρικτός πόνος· ◊ оказывать \отчаянныйое сопротивление προβάλλω ἀπεγνωσμένη ἀντίσταση· \отчаянныйая погода ὁ παλιόκαιρος, ὁ ἄθλιος καιρός.
См. также в других словарях:
μανιώδης — like madness masc/fem acc pl (attic epic doric) μανιώδης like madness masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) μανιώδης like madness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιώδης — ες (AM μανιώδης, ῶδες) [μανία] 1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά») νεοελλ. αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής») νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
μανιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο πολύ οργισμένος: Όρμησε μανιώδης να τον δείρει. 2. αυτός που έχει μεγάλο πάθος για κάτι, ο μανιακός: Είναι μανιώδης με το ποδόσφαιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανιωδέστερον — μανιώδης like madness adverbial comp μανιώδης like madness masc acc comp sg μανιώδης like madness neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιώδει — μανιώδης like madness masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μανιώδης like madness masc/fem/neut dat sg μανιώδεϊ , μανιώδης like madness dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιώδη — μανιώδης like madness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μανιώδης like madness masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μανιώδης like madness masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιωδέστατα — μανιώδης like madness adverbial superl μανιώδης like madness neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιωδέστατον — μανιώδης like madness masc acc superl sg μανιώδης like madness neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιῶδες — μανιώδης like madness masc/fem voc sg μανιώδης like madness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιώδεα — μανιώδης like madness neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μανιώδης like madness masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανιώδεις — μανιώδης like madness masc/fem acc pl μανιώδης like madness masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)