-
1 косматый
космат||ыйприл μαλλιαρός, τριχωτός, δασύς:\косматыйая голова τό τραχύμαλλο κεφάλι· \косматый медведь ἡ μαλλιαρή ἀρκούδα. -
2 косматый
επ., βρ: -мат, -а, -о.1. δασύτριχος, μαλλιαρός, πυκνόμαλλος, λάσιος•-ая овчарка μαλλιαρό μαντρόσκυλο•
-ая шапка μαλλιαρή σκούφια.
2. αναμαλλιασμένος, τουφάτος. || μτφ. πυκνός, δασύς (για φυτά). || μτφ. σαθρός• ξεσχισμένος. || τουφωτός.
См. также в других словарях:
Μαλλιαρή Συκιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 11 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται Βδ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου … Dictionary of Greek
ιονθάς — ἰονθάς, άδος, ἡ (Α) [ίονθος] (για την άγρια κατσίκα) μαλλιαρή, δασύτριχη («ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
μαλλιαρός — ή, ό (Μ μαλλιαρός, ή, όν) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος («μαλλιαρός σκύλος») νεοελλ. ως ουσ. 1. παλαιότερη σκωπτική ονομασία για τους οπαδούς τής ακραίας δημοτικής γλώσσας 2. το θηλ. ως ουσ. η μαλλιαρή α) η ακραία δημοτική γλώσσα β)… … Dictionary of Greek
αρκτοκέφαλος — (arctocephalus). Πτερυγιόποδο θηλαστικό, της οικογένειας των ωταριιδών, γνωστό κυρίως ως θαλάσσια αρκούδα και μαλλιαρή φώκια. Οι α. έχουν σώμα μήκους 2,5 μ. και βάρους μέχρι 200 κιλά. Το ρύγχος τους είναι μικρό και o λαιμός τους κοντός, ενώ τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek