Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μαλλί

  • 21 волос

    [βόλας] ουσ α μαλλί, τρίχα

    Русско-эллинский словарь > волос

  • 22 шерсть

    [σιέρστ'] ουσ θ τρίχωμα, μαλλί

    Русско-эллинский словарь > шерсть

  • 23 бобр

    α.
    κάστορας, βύδρα, νερόσκυλο, ενυδρίς.
    εκφρ.
    убить бобраπαρμ.• α) πιάνω μεγάλο κελεπούρι (αποκτώ μεγάλο θησαυρό), β) ειρν. άνθρακες ο θησαυρός• πηγαίνω για μαλλί και γυρίζω κουρεμένος.

    Большой русско-греческий словарь > бобр

  • 24 волна

    -ы, πλθ. волны, δοτ. волнам, κ. волнам, οργν. волнами κ. волнами, προθτ. о волнах, κ. о волнах θ. κυρλξ. κ. μτφ. το κύμα•

    морская волна το κύμα της θάλασσας•

    речная волна το κύμα του ποταμού•

    солнце скрылось в волнах ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα κύματα•

    волна недовольства κύμα αγανάχτησης•

    волна света κύμα φωτός•

    стачечная волна απεργιακό κύμα•

    звуковая волна ηχητικό κύμα•

    электромагнитные -ы ηλεκτρομαγνητικά κύματα•

    длина -ы το μήκος κύματος.

    θ. (διαλκ.) το μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > волна

  • 25 впрясть

    -яду, -яд`шь, παρλθ. χρ. впрял, -ла, -ло
    ρ.σ.μ.
    κλώθω, γνέθω μέσα•

    впрясть шелк в шерсть γνέθω μαζί με το μαλλί και μετάξι.

    Большой русско-греческий словарь > впрясть

  • 26 зализать

    -ижу, -ижешь
    ρ.σ.μ.
    1. γλείφω, καθαρίζω γλείφοντας.
    2. ισώνω το μαλλί.
    3. ΜτΦ• λειαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > зализать

  • 27 малошёрстный

    επ.
    κοντόμαλλος•

    -ая порода овец ράτσα προβάτων με κοντό μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > малошёрстный

  • 28 меринос

    α.
    το μερινό, ράτσα πρόβατου καθώς και το μαλλί του.

    Большой русско-греческий словарь > меринос

  • 29 обножка

    θ.
    1. το νέκταρ που μεταφέρουν οι μέλισσες με τα πισινά πόδια.
    2. το μαλλί από τα πόδια των προβάτων (κατώτερης ποιότητας).

    Большой русско-греческий словарь > обножка

  • 30 перепрясть

    -яду, -ядшь, παρλθ. χρ. перепрял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пе-репряденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ. κλώθω, γνέθω•

    перепрясть всю шерсть κλώθω όλο το μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > перепрясть

  • 31 поярковый

    επ.
    από αρνίσιο μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > поярковый

  • 32 поярок

    -рка α. αρνίσιο μαλλί• λεπτό πίλημα.

    Большой русско-греческий словарь > поярок

  • 33 псовина

    θ.
    μακρύ μαλλί των σκύλων.

    Большой русско-греческий словарь > псовина

  • 34 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 35 тонкошёрстный

    κ. тонкошрстый
    επ.
    που έχει λεπτό τρίχωμα. || από λεπτό μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > тонкошёрстный

  • 36 трёпаный

    επ.
    κοπανισμένος•

    трёпаный лн κοπανισμένο λινάρι•

    -ая шерсть λαναρισμένο μαλλί.

    || κουρελιασμένος, φθαρμένος, τριμμένος•

    трёпаный костюм κουρελιασμένο κοστούμι.

    Большой русско-греческий словарь > трёпаный

  • 37 чёсаный

    επ.
    ξασμένος, λαναρ ισμένος•

    чёсаный лён, шерсть ξασμένο λινάρι, μαλλί.

    εκφρ.
    - ые валенкиβλ. чёсанки.

    Большой русско-греческий словарь > чёсаный

  • 38 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 39 чулки

    -лок, πλθ. (ενκ. чулок, -лка α.) κάλτσες γυναικείες•

    шлковые чулки μεταξωτές κάλτσες•

    шерстяные чулки μάλλινες κάλτσες•

    капроновые чулки κάλτσες νάυλον•

    пара -лок ζευγάρι κάλτσες.

    || ετερόχρωμο μαλλί του κάτω μέρους των ποδιών του αλόγου (σαν κάλτσες).

    Большой русско-греческий словарь > чулки

  • 40 шёрстка

    θ.
    κοντό μαλλί.

    Большой русско-греческий словарь > шёрстка

См. также в других словарях:

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — το 1. τρίχωμα των ζώων, ιδιαίτερα των προβάτων. 2. στον πληθ., τα μαλλιά το τρίχωμα της κεφαλής του ανθρώπου: Είχε απαλά μακριά μαλλιά. 3. (συνεκδοχ.), οι ίνες των καρπών και των φυτών που μοιάζουν με μαλλί. 4. φρ., «Γίναμε μαλλιά κουβάρια»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • λήνος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * λῆνος, τὸ (Α) 1. έριο, μαλλί 2. δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • μερινός — Ράτσα προβάτου μεσαίου μεγέθους, που είναι περιζήτητο για την άφθονη παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας μαλλιού. Φαίνεται ότι τα μ. κατάγονται από μια αφρικανική ράτσα (Ovis aries africana), η οποία εισήχθηκε εδώ και πολλούς αιώνες στην Ισπανία και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • χοντρόμαλλος — η, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από χοντρό μαλλί («χοντρόμαλλη κουβέρτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το χοντρόμαλλο χοντρό μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + μαλλος (< μαλλί), πρβλ. ολό μαλλος] …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»