-
1 μακρο-τράχηλος
μακρο-τράχηλος, langhalsig, D. Sic. 2, 50; von der Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).
-
2 μακροτράχηλος
μακρο-τράχηλος, langhalsig; von der Flasche
См. также в других словарях:
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek