-
1 προς-ορέω
προς-ορέω, angränzen, τινί, Pol., τοὺς προςοροῠντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.
-
2 παρα-λύω
παρα-λύω (s. λύω), 1) daneben, dabei, an od. von der Seite lösen; τὰ πηδάλια παρέλυσε τῶν νεῶν, Her. 3, 136; τὰ πλάγια τῶν γέῤῥων παραλύσαντες, Pol. 8, 6, 9, öfter; πεντήρεις παραλελυμέναι τοὺς ταρσο ύς, beraubt, 8, 6, 2; τὸν ϑώρακα παραλύων, Plut. Anton. 76, der auch das med. braucht, τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου, Cleomen. 37; – entfernen, παρέλυσε δ' ἂν Ἑλλάδος ἀλγεινοὺς πόνους, Eur. Andr. 304, vgl. Alc. 931; u. pass., Σμύρνη παρελύϑη σφέων ὑπὸ Ἰώνων, wurde abgelös't, getrennt, Her. 1, 149; – c. gen., Einen wovon losmachen, erlösen, befreien, παραλύει δυςφρόνων, Pind. Ol. 2, 52; Μαρδό νιον παραλύει τῆς στρατηγίης, entbindet ihn von seinen Feldherrnamt, entläßt ihn, Her. 6, 94; τῶν μοι παίδων ἕνα παράλυσον τῆς στρατηΐης, befreie ihn vom Kriegsdienst, 7, 38, vgl. 5, 75; ἐπειρᾶτο τοὺς Ἀϑηναίους τῆς ἐπ' αὐτὸν ὀργῆς παξυνάρχοντα, 8, 54; τρυφῆς ἤδη παραλυτέον, Plat. Legg. IX, 793 e; Folgde; παρέλυσε τοὺς ἐν Μακεδονίᾳ τῶν βασιλικῶν ὀφειλημάτων, Pol. 26, 5, 3; τῆς στρατείας παραλυϑῆναι, 12, 5, 2. – 2) von Schlagflüssen und von der Gicht, die Glieder an der einen Seite des Körpers lähmen, Med. – Pass., Arist. eth. 1, 13; übh. erschlaffen, an Kraft u. Schnelligkeit verlieren, von Kameelen, Her. 3, 105; vgl. σωματικῇ δυνάμει παραλελυμένος, Pol. 11, 24, 5; οἱονεὶ παραλελυ μένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, 20, 10, 9; ὡς ᾔσϑετο τραυμάτων πλήϑει παραλυόμενον ἑαυτόν, Plut. Pyrrh. 28, öfter, wie a. Sp. – 3) heimlich, Verbotenes aufmachen, erbrechen, σακκία τῶν χρημάτων D. Sic. 13, 106, u. a. Sp.
-
3 ἐπι-δημέω
ἐπι-δημέω, in seinem Volke, in der Heimath sein, οὐκ ἔτυχεν ἐπιδημῶν Thuc. 1, 136; τὸ σῶμα μόνον ἐν τῇ πόλει κεῖται αὐτοῦ καὶ ἐπιδημεῖ Plat. Theaet. 173 e; im Ggstz von οἴχεσϑαι πλέων Antiph. 5, 25; von ἀποδημέω Xen. Cyr. 7, 5, 69; οὐκ ἐπιδημοῦντος ἐν Μακεδονίᾳ Φιλίππου, ἀλλ' οὐδ' ἐν τῇ Eλλάδι παρόντος, ἀλλ' ἐν Σκύϑαις μακρὰν ἀπόντος Aesch. 3, 128; τοῖς μυστηρίοις ἐπιδημοῦντος ἐπελάβετο, als er sich bei den Mysterien öffentlich zeigte, Dem. 21, 176. – Auch = aus der Fremde nach Hause kommen, ἐκ τῆς ἀποδημίας νῦν ἐπιδημήσας Xen. Mem. 2, 8, 1, wie Dem. 48, 20; πόϑεν τὰ νῦν ὑμῖν ἐπιδεδήμηκας Plat. Ion init.; ὅτι πολλῶν ἐτῶν Ἀγάϑων ἐνϑάδε οὐκ ἐπιδεδήμηκεν Conv. 172 e. – Als Fremder wohin kommen u. sich daselbst aufhalten, ἐπεδήμει Πρόδικος Plat. Prot. 315 c, öfter; ἀφικόμενος προπέρυσιν εἰς τὴν πόλιν, οὔπω δύο μῆνας ἐπιδεδημηκὼς κατελέγην στρατιώτης Lys. 9, 4; auch εἰς Μέγαρα, Dem. 59, 37; πρός τινα, D. L. 9, 28; vgl. Heind. zu Plat. Phaed. 57 a; ἐπιδημῶν ταῖς Ἀϑήναις, sich als Fremder in Athen aufhalten, Ath. IV, 138 d; τοὺς ἐπιδημοῦντας ἐν Λακεδαίμονι ξένους Xen. Mem. 1, 2, 61; οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ἐπιδημήσαντες, die dabei zugegen waren, Ath. I, 1 c; – τὰ Ἴσϑμια ἐπιδημεῖν, die isthmischen Spiele besuchen, Luc. Navig. 20. – Bei Hippocr. u. Medic. von Krankheiten, im Volke allgemein verbreitet sein.
См. также в других словарях:
Μακεδονία — Μακεδονίᾱ , Μακεδονία fem nom/voc/acc dual Μακεδονίᾱ , Μακεδονία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Μακεδονίᾱ , Μακεδών fem nom/voc/acc dual Μακεδονίᾱ , Μακεδών fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακεδονίᾳ — Μακεδονίᾱͅ , Μακεδονία fem dat sg (attic doric aeolic) Μακεδονίᾱͅ , Μακεδών fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Μακεδόνια — Μακεδών neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Sp Rytų Makedònija ir Trãkija Ap Ανατολική Μακεδονία και Θράκη/Anatoliki Makedonia kai Traki L Graikijos adm. sritis … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Δυτική Μακεδονία — Sp Vakarų Makedònija Ap Δυτική Μακεδονία/Dytiki Makedonia L Graikijos adm. sritis … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κεντρική Μακεδονία — Sp Vidurio Makedònija Ap Κεντρική Μακεδονία/Kentriki Makedonia L Graikijos adm. sritis … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Διοικητική περιφέρεια (14.157 τ. χλμ., 611.067 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Δράμας, Έβρου, Καβάλας, Ξάνθης και Ροδόπης. Η πληθυσμιακή της πυκνότητα (43 κάτ./τ. χλμ.) είναι αισθητά μικρότερη από τη μέση πληθυσμιακή πυκνότητα … Dictionary of Greek
Δυτική Μακεδονία — Διοικητική περιφέρεια (9.451 τ. χλμ., 301.522 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Φλώρινας και έχει έδρα την Κοζάνη. Η πληθυσμιακή πυκνότητα είναι 32 κάτ./τ. χλμ., πολύ χαμηλότερη από τη μέση… … Dictionary of Greek
Κεντρική Μακεδονία — Διοικητική περιφέρεια (19.146 τ. χλμ., 1.871.952 κάτ.) της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει τους νομούς Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας, Σερρών και Χαλκιδικής και έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη. Συνορεύει Β με δύο βαλκανικές χώρες, τη… … Dictionary of Greek
Μακεδονίας — Μακεδονίᾱς , Μακεδονία fem acc pl Μακεδονίᾱς , Μακεδονία fem gen sg (attic doric aeolic) Μακεδονίᾱς , Μακεδών fem acc pl Μακεδονίᾱς , Μακεδών fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)