-
1 μακαριστός
μακαριστόςdeemed: masc nom sg -
2 μακαριστός
-ή,-όν A 0-0-0-3-1=4 Prv 14,21; 16,20; 29,18; 2 Mc 7,24 -
3 μακαριστός
A deemed or to be deemed happy,ἐς Ἀΐδα κατέβα πᾶσιν μ. ἰδέσθαι IG12.1085
;πρὸς πάντων ἀνθρώπων Hdt.7.18
;ἡ ὑπὸ τῶν πολλῶν μ. αἵρεσις Pl.Phdr. 256c
;πᾶσι Χαλδαίοις X.Cyr.7.2.6
: abs., enviable, Ar.V. 550, Epicur.Sent.Vat. 17;μ. γάμος Ar.Av. 1725
;ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα Theoc.7.83
, cf. Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548 (fort. proparox., quasi-[comp] Sup. of μάκαρ): [comp] Comp. - ότερος Isoc.8.143: [comp] Sup. - ότατος Lyr.Adesp. 139.6, X.Mem.2.1.33, Isoc.9.70, Sammelb.5765.4 (iii/iv A.D.), Man.1.209;αἱ -όταται φύσεις Phld.Herc.1232p.70V.
Adv. -τῶς, διάγειν J.AJ2.6.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακαριστός
-
4 μακαριστότερον
μακαριστόςdeemed: adverbial compμακαριστόςdeemed: masc acc comp sgμακαριστόςdeemed: neut nom /voc /acc comp sg -
5 μακαριστόν
μακαριστόςdeemed: masc acc sgμακαριστόςdeemed: neut nom /voc /acc sg -
6 μακαριστότατον
μακαριστόςdeemed: masc acc superl sgμακαριστόςdeemed: neut nom /voc /acc superl sg -
7 μακαριστοτάτην
μακαριστόςdeemed: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
8 μακαριστοτάτου
μακαριστόςdeemed: masc /neut gen superl sg -
9 μακαριστοτάτους
μακαριστόςdeemed: masc acc superl pl -
10 μακαριστοί
μακαριστόςdeemed: masc nom /voc pl -
11 μακαριστούς
μακαριστόςdeemed: masc acc pl -
12 μακαριστέ
μακαριστόςdeemed: masc voc sg -
13 μακαριστή
μακαριστόςdeemed: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 μακαριστότατε
μακαριστόςdeemed: masc voc superl sg -
15 μακαριστότατος
μακαριστόςdeemed: masc nom superl sg -
16 μακαριστότεροι
μακαριστόςdeemed: masc nom /voc comp pl -
17 μακαριστότερος
μακαριστόςdeemed: masc nom comp sg -
18 μακαριστά
μακαριστά̱, μακαριστήςmasc nom /voc /acc dualμακαριστήςmasc voc sgμακαριστήςmasc nom sg (epic)μακαριστόςdeemed: neut nom /voc /acc plμακαριστά̱, μακαριστόςdeemed: fem nom /voc /acc dualμακαριστά̱, μακαριστόςdeemed: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 μακαριστώ
μακαριστήςmasc gen sg (attic epic ionic)μακαριστόςdeemed: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————μακαριστόςdeemed: masc /neut dat sg -
20 μακαριστών
μακαριστήςmasc gen plμακαριστόςdeemed: fem gen plμακαριστόςdeemed: masc /neut gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μακαριστός — μακαριστός, ή, όν (AM) [μακαρίζω] αυτός που θεωρείται μακάριος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακαριστόν μακαρισμός, καλοτύχισμα αρχ. ζηλευτός, ποθητός. επίρρ... μακαριστῶς (Α) με μακαριστό τρόπο … Dictionary of Greek
μακαριστός — deemed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστότερον — μακαριστός deemed adverbial comp μακαριστός deemed masc acc comp sg μακαριστός deemed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστόν — μακαριστός deemed masc acc sg μακαριστός deemed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστότατον — μακαριστός deemed masc acc superl sg μακαριστός deemed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοτάτην — μακαριστός deemed fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοτάτου — μακαριστός deemed masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοτάτους — μακαριστός deemed masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοῖς — μακαριστός deemed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοί — μακαριστός deemed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστούς — μακαριστός deemed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)