-
1 μαζίσκη
μαζ-ίσκη, ἡ, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαζίσκη
-
2 μαζίσκην
μαζίσκηbarley-scone: fem acc sg (attic epic ionic) -
3 μαζίσκας
μαζίσκᾱς, μαζίσκηbarley-scone: fem acc plμαζίσκᾱς, μαζίσκηbarley-scone: fem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
μαζίσκη — μαζίσκη, ἡ (ΑM) [μᾱζα] μσν. μικρή μάζα, μικρός σβώλος αρχ. μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι … Dictionary of Greek
μαζίσκην — μαζίσκη barley scone fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαζίσκας — μαζίσκᾱς , μαζίσκη barley scone fem acc pl μαζίσκᾱς , μαζίσκη barley scone fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek