-
1 μαδι-γένειος
μαδι-γένειος, s. μαδηγένειος.
См. также в других словарях:
μαδιγένειος — και μαδηγένειος και δωρ. τ. μαδαγένειος, ον (Α) αυτός που έχει μαδημένα γένια, αγένειος («ἧττον δὲ γίγνονται φαλακροὶ οἱ μαδιγένειοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαδι (πρβλ. μαδώ, μαδαρός), σύνθετο τού τύπου τερψί μβροτος + γένειος (< γένυς,… … Dictionary of Greek