-
1 свирепствовать
свиреп||ствоватьнесов1. κάνω θηριωδίες, μαίνομαι, ἀφηνιάζω·2. (об эпидемии и т. п.) λυμαίνομαι/ μαίνομαι (о буре, пожаре). -
2 беситься
бесить||ся1. (о животном) λυσσ(ι)άζω;2. перен μαίνομαι, λυσσ(ι)άζω. -
3 бесноваться
бесноватьсянесов λυσσώ, μαίνομαι, φρενιάζω. -
4 буйствовать
бу́йство||ватьнесов παραφέρομαι, μαίνομαι, θορυβώ, καυγαδίζω. -
5 бушевать
бушеватьнесов1. μαίνομαι;2. Перец, (о людях) κάμνω φασαρία, χαλώ χ^ κόσμο. -
6 неистовствовать
неистов||ствоватьнесов μαίνομαι, λυσσῶ. -
7 разбушеваться
разбушеватьсясов1. (о буре, море и т. п.) λυσσομανώ, μαίνομαι·2. (о человеке) разг παραφέρομαι. -
8 rage
[rei‹] 1. noun1) ((a fit of) violent anger: He flew into a rage; He shouted with rage.) οργή2) (violence; great force: the rage of the sea.) μανία, λύσσα2. verb1) (to act or shout in great anger: He raged at his secretary.) βάζω τις φωνές2) ((of wind, storms etc) to be violent; to blow with great force: The storm raged all night.) λυσσομανώ3) ((of battles, arguments etc) to be carried on with great violence: The battle raged for two whole days.) μαίνομαι4) ((of diseases etc) to spread quickly and affect many people: Fever was raging through the town.) απλώνομαι σαν τη φωτιά•- raging- all the rage
- the rage -
9 бушевать
-шую, -шуешь, ρ.δ.1. λυσσομανώ, μαίνομαι•пожар -ал η πυρκαγιά μαίνονταν.
|| μτφ. (για αισθήματα) ανάβω, βράζω.2. παραφέρνομαι, εκτρέπομαι, αφηνιάζω, εκτραχηλίζομαι. -
10 взбушевать
-
11 вьюжить
-итρ.δ.μαίνομαι (για χιονοθύελλα) -
12 забушевать
-шую, -шуешьρ.σ. αρχίζω να μαίνομαι•βλ. κ. бушевать. -
13 завьюжить
-итρ.σ.1. απρόσ. αρχίχω ; να μαίνομαι.2. ξεχιονίζω, παρασύρω το χιόνι.. -
14 злить
злю, злишьρ.δ.μ. εξοργίζω, ερεθίζω, τσινώ, αγριεύω•злить собаку ερεθίζω τό σκυλί.
εξοργίζομαι, ερεθίζομαι, αγριεύω. || μαίνομαι (για τρικυμία, άνεμο κ.τ.τ.). -
15 играть
ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.1. παίζω (για διασκέδαση)•играть в куклы παίζω τις κούκλες•
играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•
играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.
|| (για διάφορα παιγνίδια)•играть в шахматы παίζω σκάκι•
играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•
играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.
2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ет μαίνεται η θύελλα.
3. αφρίζω, βράζω•вино -ет το κρασί αφρίζει.
4. λάμπω, λαμπυρίζω•солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•
-ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•
бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•
румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.
|| κινούμαι, πάλλομαι•моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.
|| προσποιούμαι, κάνω•играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.
5. εκτελώ•на скрипке παίζω βιολί•
-ет музыка παίζει η μουσική.
|| μτφ. επιδρώ•играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.
|| (διάφορες σημασίες)•играть в деньги παίζω με χρήματα•
играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•
играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•
в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•
в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•
улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.
εκφρ.играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•играть срадьбу – παλ. κάνω γάμο•играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•судьба -ет людми – παλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.1. παίζω.2. επιθυμώ• έχω διάθεση. -
16 клубить
-итρ.δ. κάνω, μετατρέπω σε τουλούπες (για καπνό, ατμό κ.τ.τ.).ανεβαίνω, κινούμαι κατά τολύπες (για καπνό, ατμό, σκόνη κ.τ.τ.).μαίνομαι, σηκώνω κύματα, αφρίζω. -
17 насторожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настороженный, βρ: -жен, -а, -о κ. настороженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. καθιστώ επιφυλακτικόν, προσεκτικόν.2. (κυνηγ.) στήνω•насторожить капкан στήνω την παγίδα.
|| στρέφω, γυρίζω, σκοπεύω•насторожить ружь στρέφω το όπλο.
εκφρ.насторожить уши – αφουγκράζομαι, ακουρ-μαίνομαι, τεντώνω τ αυτιά, στήνω τ αυτί• (για ζώα) αλαφιάζομαι, στήνω όρθια ταυτιά.γίνομαι προσεκτικός.,επιφυλακτικός• διαβλέπω κίνδυνο, ανησυχώ, φοβούμαι• αλαφιάζομαι. -
18 неистовствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μαίνομαι, λυσσομανώ, φρενιτιώ, φρενιάζω αφην ιάζω. -
19 разбушеваться
ρ.σ.1. μαίνομαι, λυσσομανώ•ветер -лся ο άνεμος λυσσομάνησε.
2. μτφ. παραφέρνομαι, εξοργίζομαι, αφηνιάζω. -
20 свирепствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.1. κάνω θηριωδίες.2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•буря -ствует η θύελλα λυσσομανά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μαίνομαι — βλ. πίν. 46 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαίνομαι — rage pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
μαίνομαι — 1. αμτβ., φέρομαι σαν τρελός, είμαι έξω φρενών, με πιάνει μανία: Όταν αντιλήφθηκε την κλοπή, άρχισε να μαίνεται. 2. μτφ., ξεσπώ με ασυγκράτητη ορμή: Η καταιγίδα μαινόταν όλη μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανησόμενον — μαίνομαι rage fut part pass masc acc sg μαίνομαι rage fut part pass neut nom/voc/acc sg μαίνομαι rage fut part mid masc acc sg μαίνομαι rage fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίνεσθε — μαίνομαι rage pres imperat mp 2nd pl μαίνομαι rage pres ind mp 2nd pl μαίνομαι rage imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινομένων — μαίνομαι rage pres part mp fem gen pl μαίνομαι rage pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόμεθα — μαίνομαι rage pres ind mp 1st pl μαίνομαι rage imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόμενον — μαίνομαι rage pres part mp masc acc sg μαίνομαι rage pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαινόμεσθα — μαίνομαι rage pres ind mp 1st pl μαίνομαι rage imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανεῖ — μαίνομαι rage aor subj pass 3rd sg (epic) μαίνομαι rage fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)