-
1 υποδειδω
эп. тж. ὑπαιδείδω ощущать некоторый страх, побаиваться(τινά и τι Hom., HH., Soph.)
μή τις ὑποδδείσας ἀναδύῃ Hom. — чтобы кто-л., струсив, не сбежал;ὑποδεδοικὼς καὴ ἱχετεύων Luc. — оробевший и умоляющий
См. также в других словарях:
υποδείδω — Α 1. τρομάζω μπροστά σε κάποιον και υποχωρώ ή απομακρύνομαι («τὸν καὶ ὑπέδδεισαν μάκαρες θεοί», Ομ. Ιλ.) 2. (για πουλὶ) τρέμω κάποιον, ζαρώνω από τον φόβο μου («μέγαν αἰγυπιὸν... ὑποδείσαντες», Σοφ.) 3. (γενικά) φοβάμαι, τρέμω («μή τις μοι… … Dictionary of Greek