-
1 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
2 Seize
v. trans.P. and V. λαμβάνειν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. συλλαμβάνειν, μάρπτειν.Carry off: P. and V. ἀφαρπάζειν, ἐξαρπάζειν, ἁρπάζειν, συναρπάζειν, ἀναρπάζειν, V. ἐξαναρπάζειν; see carry off.Take hold of: P. and V. λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι (acc.), V. ἀντιλάζυσθαι (gen.).Seize property for payment: P. ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.).I have my property seized: Ar. τὰ χρήματʼ ἐνεχυράζομαι (Nub. 241).Seize as a pledge: V. ῥυσιάζειν (acc.).Of desire seizing a person: P. and V. ἐμπίπτειν (dat.).Of disease seizing a person: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐμπίπτειν (dat.), ἐπιλαμβάνειν (acc.), P. ἐπιπίπτειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seize
См. также в других словарях:
χρήματ' — χρή̱ματα , χρῆμα need neut nom/voc/acc pl χρή̱ματι , χρῆμα need neut dat sg χρή̱ματε , χρῆμα need neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενεργός — ή, ό (AM ἐνεργός, όν) [έργον] 1. αυτός που βρίσκεται σε ενέργεια, σε ενεργό υπηρεσία («ενεργός στρατός») 2. ενεργητικός, σε ενέργεια (σε αντίθεση με αυτόν που βρίσκεται σε λανθάνουσα ή εφεδρική κατάσταση) 3. δραστήριος, ενεργητικός,… … Dictionary of Greek
εξαριθμώ — ἐξαριθμῶ, έω (AM) [εξάριθμος (I)] 1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.) 2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.) 3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να τού τά δώσω,… … Dictionary of Greek
κοπραγωγός — ό (Α κοπραγωγός, όν) αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο,… … Dictionary of Greek
κτεατίζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ. β. «αὖθις ἀπ ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, ατος (τὸ) + ίζω (πρβλ. κερματ ίζω, χρηματ ίζω)] … Dictionary of Greek
προσεκβάλλω — Α [ἐκβάλλω] 1. εκδιώκω, απορρίπτω κάποιον ή κάτι επιπροσθέτως («καὶ ταῡτ ἔπραττε καὶ χρήματ ἀνήλισκε ἐπὶ τῷ μετ ἐκείνου κἀμὲ προσεκβαλεῑν ἀδίκως», Δημοσθ.) 2. εκτείνω, επιμηκύνω κάτι προς τα έξω επιπροσθέτως («ἐκ Θαψάκου προσεκβάλλων ἄλλην μέχρι… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek