Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μέχρι+τοῦ+ἑνός

  • 1 μέχρι(ς)

    επίρρ. (με γεν. και αιτιατ.)
    1) до, вплоть до;

    μέχρι(ς) του ποταμού — до реки;

    μέχρι(ς) τό φθινόπωρο — до осени;

    μέχρι(ς) σήμερα — до сегодняшнего дня;

    μέχρι(ς) τό Σάββατο — до субботы;

    μέχρι(ς) θανάτου — до смерти;

    μέχρι(ς) εδώ — до сих пор, до этого места;

    μέχρι(ς) εκεί — до того места;

    μέχρι(ς) τούδε — до сих пор, до этого момента;

    μέχρι(ς) ου — или μέχρι(ς) ότου — до тех пор, пока;

    μέχρι(ς) πότε; — до каких пор?;

    μέχρι(ς) στιγμής — пока, до сих пор;

    από κεφαλής μέχρι(ς) ονύχων — с головы до ног;

    μέχρι(ς) ενός — до последнего;

    2) около; почти, до;

    μέχρι(ς) τρία χιλιόμετρα — а) около трёх километров; — б) не больше трёх километров;

    μέχρι(ς) τριακόσια άτομα — около (или до) трёхсот человек;

    § μέχρις αποδείξεως τού εναντίου мг., юр. до тех пор, пока не будет доказано противоположное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέχρι(ς)

  • 2 μέχρι(ς)

    επίρρ. (με γεν. και αιτιατ.)
    1) до, вплоть до;

    μέχρι(ς) του ποταμού — до реки;

    μέχρι(ς) τό φθινόπωρο — до осени;

    μέχρι(ς) σήμερα — до сегодняшнего дня;

    μέχρι(ς) τό Σάββατο — до субботы;

    μέχρι(ς) θανάτου — до смерти;

    μέχρι(ς) εδώ — до сих пор, до этого места;

    μέχρι(ς) εκεί — до того места;

    μέχρι(ς) τούδε — до сих пор, до этого момента;

    μέχρι(ς) ου — или μέχρι(ς) ότου — до тех пор, пока;

    μέχρι(ς) πότε; — до каких пор?;

    μέχρι(ς) στιγμής — пока, до сих пор;

    από κεφαλής μέχρι(ς) ονύχων — с головы до ног;

    μέχρι(ς) ενός — до последнего;

    2) около; почти, до;

    μέχρι(ς) τρία χιλιόμετρα — а) около трёх километров; — б) не больше трёх километров;

    μέχρι(ς) τριακόσια άτομα — около (или до) трёхсот человек;

    § μέχρις αποδείξεως τού εναντίου мг., юр. до тех пор, пока не будет доказано противоположное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέχρι(ς)

  • 3 εως

         ἕως
        I
        (gen. и acc. ἕω, dat. ἕῳ), эп.-ион. ἠώς (gen. ἠοῦς, ἡόος и ἠῶθι, dat. ἠοῖ, acc. ἠῶ и ἠόα), дор. ἀώς, эол. αὔως ἥ
        1) утренняя заря, денница, рассвет
        

    φωσφόρος ἕ. διώκουσα ἄστρα Eur. — светоносная денница, прогоняющая звезды;

        πρὸ τῆς ἕω Thuc. и ἠῶθι πρό Hom. — до рассвета;
        πρὸς πρώτην ἕω Soph. или ἐπειδέ ἕ. ἔμελλε γίγνεσθαι Thuc. — когда стала заниматься заря, когда забрезжило утро;
        ἅμα (τῇ) ἕῳ и ἐπὴ τέν ἕω Thuc., εἰς τέν ἐπιοῦσαν ἕω, ἐπειδέ ἕ. ἐγένετο Xen. — с наступлением зари, ранним утром;
        ἠοῦς Hom. — с самого рассвета;
        μέχρι ἕ. ἐγένετο Plat. — до (появления) зари;
        ἀπ΄ ἠοῦς μέχρι δείλης Plat. — от зари до вечера;
        ἔξ ἕω μέχρι τῆς ἐτέρας ἕω Plat. — от одной утренней зари до другой;
        ὅσον τ΄ ἐπικίδναται ἠώς Hom. — где только сияет заря, т.е. по всему свету

        2) день, сутки
        

    ὅτε ἐκ τοῖο δυωδεκάτη γένετ΄ ἠώς Hom. — когда с этой поры настал двенадцатый день, т.е. на двенадцатый день после этого;

        ἠοῖ τῇ προτέρῃ Hom. — накануне, вчера

        3) восток
        πρὸς ἕω βλέπειν Xen. — быть обращенным на восток;
        τὰ πρὸς τέν ἠῶ Her. — восточные области;
        πρὸς ἕω τῆς πόλεως Xen.к востоку от города

        II
        эп. тж. εἵως (у Hom. двухсложно _U или односложно, редко U_) conj.
        1) пока не, до тех пор пока:
        (1) с conjct. + ἄν (эп. κε) для выраж. будущего или обусловленного действия
        

    εἵωςκεν Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ Hom. (Гермес будет провожать Приама), пока не приведет (его) к Ахиллу;

         иногда без ἄν:
        ἕ. ἀνῇ τὸ πῆμα τοῦτο Soph.пока не утихнет это страдание

        (2) с opt. в косвенной речи для выраж. прошедшего действия
        

    περιεμένομεν ἑκάστοτε, ἕ. ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Plat. — мы всякий раз ожидали, пока не откроется тюрьма (Сократа);

         иногда — с ἄν (κε):
        οὐκ ἀποκρίναιο, ἕ. ἂν τὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως ὁρμηθέντα σκέψαιο Plat. — ты (ведь) не пожелал бы отвечать, пока не разобрался бы в том, что следует из (выставленного тобой) положения

        (3) редко с inf.
        

    ἐντειλάμενος ἐς τὸ ὀπίσω διεκπλώειν, ἕ. ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι Her. — предложив (им) плыть обратно, пока не прибудут в Египет

        2) пока, в то время как, покуда:
        (1) с ind. для выраж. одновременности
        

    ἤσθιε, ἕ. ὅ τ΄ ἀοιδὸς ἄειδεν Hom. (Одиссей) ел в то время, как пел певец;

        иногда без глагола:
        ἕ. ἔτι σοι σχολή Xen. — покуда у тебя есть еще время;
        οἱ δ΄ εἵως σῖτον ἔχον καὴ οἶνον, τόφρα βοῶν ἀπέχοντο Hom. — пока у них были хлеб и вино, они не трогали быков (Гелиоса)

        (2) с conjct. + ἄν для будущего действия
        

    ἕ. ἂν αἴθῃ πῦρ Aesch.пока (Эгист) будет разжигать пламя (на очаге Клитемнестры), т.е. пока будет длиться их союз

        (3) с opt. для выраж. вневременно-постоянного действия
        

    μηδὲν ἂν μεῖζον μηδὲ ἔλαττον γενέσθαι, ἕ. ἴσον (ἂν) εἴη αὐτὸ ἑαυτῷ Plat.(мы скажем, что) ничто не становится ни большим, ни меньшим, пока оно равно себе самому

        3) (с тем) чтобы, для того, чтобы с opt.
        

    πέμπε πρὸς δώματα Ὀδυσσῆος, εἵως Πηνελόπειαν παύσειε κλαυθμοῖο Hom. (призрак Ифтимы Афина) послала в дом Одиссея, чтобы унять плач Пенелопы

         III
        эп. εἵως praep. cum gen. (тж. с другими предлогами и наречиями)
        1) (вплоть) до
        

    (ἕ. Ἡρακλέους στηλῶν Arst.; ἕ. τοῦ νῦν NT.)

        ἕ. οὗ ἀπέδεξαν ἁπάσας αὐτάς Her. — до тех пор, пока не показали всех (изображений);
        ἕ. τοῦ ἀποτῖσαι Aeschin. — пока не заплатит;
        ἀπ΄ ἄνωθεν ἕ. κάτω NT. — сверху донизу;
        ἕ. ἔσω εἰς τέν αὐλήν NT. — внутрь самого двора;
        ἕ. εἰς τὸν χάρακα Polyb. — до вала;
        ἕ. πρὸς ἑῷον ἀστέρα Anth. — до восточной звезды;
        οὐκ ἔστιν ἕ. ἑνός NT.нет (решительно) ни одного

        2) к
        

    (διελθεῖν ἕ. τινος NT.)

        IV
        эп. тж. εἵως adv.
        1) в течение некоторого времени, вначале, сначала
        

    τὼ δ΄ ἕ. ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Hom.оба (орла) сначала летели (словно) дуновением ветра

        2) постоянно, всегда

    Древнегреческо-русский словарь > εως

См. также в других словарях:

  • Πάλμερστον, Χένρι Τζον Τεμπλ, υποκόμης του- — (Henry John Temple, viscount of Palmerston, Mπρόουντλαντς 1784 – Mπρόκετ Xολ 1865). Άγγλος πολιτικός. Μαζί με τον Ρόμπερτ Πιλ, τον Μπέντζαμιν Ντισραέλι και τον Ουίλιαμ Γλάδστον, ήταν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς που κυριάρχησαν στην αγγλική… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεκασίνο, αβαείο του- — Αρχαίο ιταλικό μοναστήρι των βενεδικτινών στην επαρχία της Φροζινόνε (Λάτιο), στην κοινότητα Κασίνο, που έκτισε σε υψόμετρο 519 μ. ο Άγιος Βενέδικτος από τη Νόρτσια στη θέση ενός αρχαίου πύργου και ενός ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα· υπέστη… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλληίς ή διήγησις περί του Αχιλλέως — Τίτλος ποιήματος, που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές, γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα μεικτή, από δημοτικούς στίχους και αρχαϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου …   Dictionary of Greek

  • Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… …   Dictionary of Greek

  • Λα Ροσφουκό, Φρανσουά, δούκας του- — (François Duc de La Rochefoucauld, Παρίσι 1613 – 1680). Γάλλος συγγραφέας. Η οικογένειά του ανήκε στις αρχαιότερες της γαλλικής φεουδαρχίας. Ο ίδιος, αφού παντρεύτηκε σε ηλικία 15 ετών, έγινε αυλικός και έκτοτε ενεπλάκη σε έναν κυκεώνα… …   Dictionary of Greek

  • βοράνια ή υβρίδια του βορίου — Δισθενείς ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τις οποίες παίρνουμε με επεξεργασία του βοριούχου μαγνησίου με υδροχλωρικό οξύ. Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη, τα οποία περιέχουν από τέσσερα μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»