-
1 жизнь
-и θ.1. ζωή (κίνηση της ύλης)•возниковение -и на земле η εμφάνιση της ζωής στη Γή.
2. διάρκεια ζωής από τη γέννεση μέχρι το θάνατο ή μέχρι ενός ορίου•остаток -и ο υπόλοιπος χρόνος της ζωής,
3. ο τρόπος της ζωής•общественная жизнь κοινωνική ζωή•
хозяйственная жизнь страны οικονομική ζωή της χώρας•
образ -и ο τρόπος της ζωής•
праздная жизнь τεμπέλικη ζωή.
|| βίος, ζωή•семеиная жизнь οικογενειακή ζωή•
духовная жизнь πνευματική ζωή•
сидячая жизнь καθιστική ζωή•
борба за жизнь αγώνας για επιβίωση•
вопрос -и и смерти ζήτημα ζωής ή θανάτου•
зажиточная жизнь ευπορία, καλοπέραση•
средства к -и τα μέσα για τη ζωή, τα προς του ζειν•
зарабатывать на жизнь κερδίζω (βγάζω)τα του ζειν•
лишить себя -и δίνω τη ζωή μου,αυτοκτονώ•
жизнь бьет ключом η ζωή βράζει ή σφύζει•
никогда в -и ποτέ στη ζωή•
покушение на жизнь απόπειρα φόνου•
обычная жизнь συνηθισμένη ζωή•
жизнь великих людей η ζωή των μεγάλων ανδρών.
εκφρ.дать жизнь кому – γεννώ, φέρω στο φως, στον κόσμο•прожигать жизнь – βλάπτω, καταστρέφω την υγεία με ακολασίες•подруга -и – το έτερον ή• μισυ (σύζυγος)•право -и и смерти – δικαίωμα ζωής και θανάτου•условия -и – συνθήκες ζωής•меаду -ью и смертью – μεταξύ ζωής και θανάτου, στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου•- и не рад – δυσαρεστημένος από τη ζωή•ни в -; в - (ή в -и) не... – ποτέ στη ζωή. -
2 один...
один||...другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται. -
3 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
См. также в других словарях:
Πάλμερστον, Χένρι Τζον Τεμπλ, υποκόμης του- — (Henry John Temple, viscount of Palmerston, Mπρόουντλαντς 1784 – Mπρόκετ Xολ 1865). Άγγλος πολιτικός. Μαζί με τον Ρόμπερτ Πιλ, τον Μπέντζαμιν Ντισραέλι και τον Ουίλιαμ Γλάδστον, ήταν ένας από τους μεγάλους πολιτικούς που κυριάρχησαν στην αγγλική… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… … Dictionary of Greek
Μοντεκασίνο, αβαείο του- — Αρχαίο ιταλικό μοναστήρι των βενεδικτινών στην επαρχία της Φροζινόνε (Λάτιο), στην κοινότητα Κασίνο, που έκτισε σε υψόμετρο 519 μ. ο Άγιος Βενέδικτος από τη Νόρτσια στη θέση ενός αρχαίου πύργου και ενός ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα· υπέστη… … Dictionary of Greek
Αχιλληίς ή διήγησις περί του Αχιλλέως — Τίτλος ποιήματος, που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές, γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα μεικτή, από δημοτικούς στίχους και αρχαϊκά… … Dictionary of Greek
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… … Dictionary of Greek
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
Λα Ροσφουκό, Φρανσουά, δούκας του- — (François Duc de La Rochefoucauld, Παρίσι 1613 – 1680). Γάλλος συγγραφέας. Η οικογένειά του ανήκε στις αρχαιότερες της γαλλικής φεουδαρχίας. Ο ίδιος, αφού παντρεύτηκε σε ηλικία 15 ετών, έγινε αυλικός και έκτοτε ενεπλάκη σε έναν κυκεώνα… … Dictionary of Greek
βοράνια ή υβρίδια του βορίου — Δισθενείς ενώσεις του βορίου με υδρογόνο, τις οποίες παίρνουμε με επεξεργασία του βοριούχου μαγνησίου με υδροχλωρικό οξύ. Η απλούστερη από τις ενώσεις αυτές, το διβοράνιο (Β2Η6), είναι αέριο· τα επόμενα μέλη, τα οποία περιέχουν από τέσσερα μέχρι… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek