-
1 мера
1. (величина) το μέτρο, το μέγεθος 2. (средство измерений для воспроизведения физической величины заданного размера) η μέτρηση, το μέτρημα, το μέτρο, η (μετρική) μονάδα- веса - του βάρους, τα σταθμά3. (мероприятие) το μέτρ/ο, η ενέργειαпредупредительная - προληπτικό -, προειδοποιητικά - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мера
-
2 смиренный
επ., βρ: -рен, -ренна, -ренно.1. ταπεινός, μετρ ιόφρονας• ταπε ινόφρονας. || μτφ. λιτός, πενιχρός, φτωχός•смиренный ужин λιτό δείπνο.
2. ήπιος, πράος• βολικός.3. (απλ.) ήσυχος, άκακος. -
3 счесть
сочту, сочтшь, παρλθ. χρ. счл, сочла, -члс παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сочтнный, βρ: -тн, -тена, -тено;επιρ. μτχ. сочтя ρ.σ.1. (παλ. κ. απλ.) λογαριάζω, μετρώ•, счесть деньги μετρώ χρήματα•счесть в уме λογαριάζωνοερώς•
счесть по пальцам μετρώ με τα δάχτυλα.
|| μτφ. παίρνω (λαβαίνω) υπόψη.2. αριθμώ.εκφρ.не счесть ή не сочтшь – δε μετρ ιώνται (είναι απειράριθμοι, αμέτρητοι).αριθμούμαι, μετριέμαι, λογαριάζομαι. -
4 master
1) αφέντης2) δεξιοτέχνης3) κύριος4) μετρ
См. также в других словарях:
μέτρ' — μέτρα , μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
προκελευσματικός — ή, ό / προκελευσματικός, ή, όν, ΝΑ [προκελεύω] 1. παρορμητικός, προτρεπτικός 2. φρ. «προκελευσματικός πους» (μετρ.) ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές αρχ. (μετρ.) φρ. α) «προκελευσματικὸς διπλοῡς» ο πόδας που αποτελείται από … Dictionary of Greek
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek
τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Φρομαντέν, Ευγένιος — (Fromentin, 1820 – 1876). Γάλλος ζωγράφος και συγγραφέας. Ως ζωγράφος διακρίνεται κυρίως για τους εμπνευσμένους από το Αλγέρι πίνακές του. Ως συγγραφέας έγραψε τα βιβλία Καλοκαίρι στη Σαχάρα (1857), Μια νύχτα στο Σάχελ (1859), Ντομινίκ (1863), Οι … Dictionary of Greek
спектро́метр — а, м. Оптический прибор для получения спектров и измерений спектральной характеристики веществ. [От слова спектр и греч. μετρ εω мерю] … Малый академический словарь
PALAMEDES — Nauplii Euboeae Regis fil. ingeniosissimus, (a quo Naupliades a Poetis dictus est) acerrimus Ulyssis inimicus fuit, a quo tandem iniquô circumventus est, et ab exercitu lapidibus obrutus. Nam cum omnes totius Graeciae principes ad bellum Troianum … Hofmann J. Lexicon universale
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek