-
1 μεσ(ι)ακάρης
ο см. μισακάρης -
2 μεσ(ι)ακάρικος
η, ο см. μισακάρικος -
3 μεσ(ι)ακάρης
ο см. μισακάρης -
4 μεσ(ι)ακάρικος
η, ο см. μισακάρικος -
5 Μεσ(σ)ολόγγι(ον)
το г. Месолонгион (Центр. Греция) -
6 Μεσ(σ)ολόγγι(ον)
το г. Месолонгион (Центр. Греция) -
7 Μεσ(σ)ολόγγι(ον)
το г. Месолонгион (Центр. Греция) -
8 Μεσ(σ)ολόγγι(ον)
το г. Месолонгион (Центр. Греция) -
9 ηράμην
μεσ. αόρ. от αίρω -
10 μέσα
μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.1) внутрь; внутри;πολύ μέσα — в глубине;
είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;
τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;
έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);
2):από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;
ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;
μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;
πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;
3) в (самый) разгар;ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):από μέσα μου — про себя;
μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;
τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;
§ μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;
σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;
τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;
έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;
τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;
μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;
τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;
είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;
τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;
2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;η μέσα μεριά — внутренняя сторона;
τό μέσα μέρος — внутренняя часть
-
11 μεσαγκυλον
-
12 μεσακτος
-
13 μεσαυλος
Iэп. μέσσαυλος 2находящийся внутри двора, внутреннийIIὅ, μέσαυλον τό, эп. μέσσαυλος ὅ и μέσσαυλον τό1) скотный двор, загон, стойло(βοῶν Hom.)
2) логовище (sc. λέοντος Hom.)3) логово, вертеп (sc. Κύκλωπος Hom.) -
14 μεσαυχην
-
15 μεσεγγυαω
давать (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит(τὸ μεσεγγυηθὲν θρέμμα Plat.)
τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. — три таланта, внесенные в депозит на чьё-л. имя, т.е. обещанные ( при выполнении определенного условия) -
16 μεσεγγυος
-
17 μεσεντεριον
-
18 μεσημβρια
ион. μεσαμβρίη ἥ1) полденьἐκ μεσημβρίας Plat. — тотчас же после полудня2) югτὰ πρὸς μεσαμβρίην Her. — области, лежащие к югу
-
19 μεσημβριαζω
-
20 μεσημβρινα
См. также в других словарях:
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσ(σ)οτύλαρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + πιθ. τύλη «εξόγκωμα»] … Dictionary of Greek
μεσ(σ)όψηρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)] … Dictionary of Greek
μέσ(σ)οπα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον» … Dictionary of Greek
μεσ(σ)οικέται — (Α) βλ. μεσοικέτης … Dictionary of Greek
μέσ' — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσα , μέσης a wind between masc voc sg μέσα , μέσης a wind between masc nom sg (epic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
σχινίζω — μέσ. τ. και σχοινίζομαι Α [σχῑoς] 1. (κυρίως σχετικά με δόντια) καθαρίζω, λευκαίνω κάτι με σχίνο, με μαστίχα 2. μέσ. σχινίζομαι και σχοινίζομαι α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και τον Φώτ.) καθαρίζω τα δόντια β) εκτελώ άσεμνες χορευτικές κινήσεις… … Dictionary of Greek
φιδοζώνω — μέσ. και φιδοζώνουμαι, Ν μτφ. 1. περιβάλλω κάποιον σαν φίδι 2. μέσ. φιδοζώνομαι και φιδοζώνουμαι αρχίζω να ανησυχώ υποψιαζόμενος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + ζώνω (πρβλ. μέ ζώσανε τα φίδια)] … Dictionary of Greek
αντιμεταθέτω — (μέσ., αντιμετατίθεμαι) (AM ἀντιμετατίθεμαι) νεοελλ. κάνω αμοιβαία μετάθεση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων αρχ. μσν. αντικαθίσταμαι … Dictionary of Greek
δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 … Dictionary of Greek