Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μέσ

См. также в других словарях:

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(σ)οτύλαρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(σ)ος + πιθ. τύλη «εξόγκωμα»] …   Dictionary of Greek

  • μεσ(σ)όψηρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)] …   Dictionary of Greek

  • μέσ(σ)οπα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα τὸν περὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸ ἄροτρον δεδεμένον» …   Dictionary of Greek

  • μεσ(σ)οικέται — (Α) βλ. μεσοικέτης …   Dictionary of Greek

  • μέσ' — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσα , μέσης a wind between masc voc sg μέσα , μέσης a wind between masc nom sg (epic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… …   Dictionary of Greek

  • σχινίζω — μέσ. τ. και σχοινίζομαι Α [σχῑoς] 1. (κυρίως σχετικά με δόντια) καθαρίζω, λευκαίνω κάτι με σχίνο, με μαστίχα 2. μέσ. σχινίζομαι και σχοινίζομαι α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και τον Φώτ.) καθαρίζω τα δόντια β) εκτελώ άσεμνες χορευτικές κινήσεις… …   Dictionary of Greek

  • φιδοζώνω — μέσ. και φιδοζώνουμαι, Ν μτφ. 1. περιβάλλω κάποιον σαν φίδι 2. μέσ. φιδοζώνομαι και φιδοζώνουμαι αρχίζω να ανησυχώ υποψιαζόμενος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + ζώνω (πρβλ. μέ ζώσανε τα φίδια)] …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταθέτω — (μέσ., αντιμετατίθεμαι) (AM ἀντιμετατίθεμαι) νεοελλ. κάνω αμοιβαία μετάθεση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων αρχ. μσν. αντικαθίσταμαι …   Dictionary of Greek

  • δαιμονίζω — (μέσ., δαιμονίζομαι) (AM δαιμονίζομαι) [δαίμων] Ι. δαιμονίζω νεοελλ. κάνω κάποιον να δαιμονιστεί, ερεθίζω, τρελαίνω II. δαιμονίζομαι κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα μσν. νεοελλ. 1. πάσχω από επιληψία 2. εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»