-
1 μεσως
1) умеренно, избегая крайностей(βεβιωκέναι Plat.)
2) как-нибудь, кое-как, посредственно(λέγειν Plat.)
οὐ μ. Eur. — не в малой степени, изрядно, вполне -
2 καθεστηκοτως
См. также в других словарях:
μέσως — (ΑM) επίρρ. βλ. μέσος … Dictionary of Greek
μέσως — μέσος b adverbial μέσος b masc acc pl (doric) μεσόω to be in imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
ՄԻՋԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0278 Chronological Sequence: 8c մ. μέσως mediocriter, moderate, ut medium. Միջակ օրիանակաւ. զմիջին վիճակ յինքեան բերեալ. եւ Անխտիր. *Զգայականն՝ միջակաբար ունելով ըստ իւրում բնութեանն զիմանալւոյն եւ զնիւթականին բնութիւնս. Նիւս. կազմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)