-
41 второсортный
επ.δεύτερης ποιότητας,κατώτερος•-ая мука αλεύρι δεύτερης ποιότητας.
|| μέτριος, μεσαίος, μέσος. -
42 медиум
-а α.1.το μέντιουμ.2. μέσος μουσικός φθόγγος. -
43 межеумочный
επ.ενδιάμεσος, μέσος, μεσαίος. -
44 небольшой
επ.,.1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•-ая комната μέτριο δωμάτιο.
|| ολιγάριθμος•небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•
небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.
|| (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•небольшой срок μικρή προθεσμία.
2. ασήμαντος•-ая польза μικρή ωφέλεια•
-ая беда μικρό κακό.
|| μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.
3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.
εκφρ.с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•за -им д-лом – βλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом). -
45 невысокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.1. χαμηλός κοντός• βραχύς•невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•
невысокий человек κοντός άνθρωπος.
2. μικρός, ασήμαντος•-ая температура χαμηλή θερμοκρασία•
-ое давление μικρή πίεση•
-ая плата χαμηλός μισθός.
3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•-ое качество μέση ποιότητα•
-ая квалификация μέση ειδίκευση.
4. ασήμαντος, αναξιόλογος.εκφρ.- ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•невысокий лоб – στενό μέτωπο. -
46 норма
-ы θ.καθιερωμένο όριο. || κανόνας, αρχή•-ы поведения κανόνες συμπεριφοράς•
выйти из норм παραβιάζω τους κανόνες.
|| το κανονικό, ο μέσος όρος•норма выпадения осадков το μέσον ύψος της βροχής.
|| το (καθ)ορισμένο ποσό•норма прибыли καθορισμένο ποσό κέρδους.
εκφρ.войти (прийти) в -у – μπαίνω στονκανονικό ρυθμό (ή κατάσταση). -
47 палец
-льца α.δάχτυλο, δάκτυλος•большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•
средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•
безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•
в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•
пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•
считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•
тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•
показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.
εκφρ.палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•- льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•- ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•- ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•- ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•как по -ам(объяснить, рассказать – κ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω). -
48 посредственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о.1. μέτριος, μέσος, κοινός, συνηθισμένος• σχεδόν καλός•-ые знания μέτριες γνώσεις•
посредственный ответ ученика σχεδόν καλή απάντηση του μαθητή•
посредственный талант μέτριο ταλέντο.
2. έμμεσος, με μεσολάβηση. -
49 серединный
επ.μέσος, μεσαίος, μεσιανός•-ое окно το μεσαίο παράθυρο.
|| μτφ. ενδιάμεσος• μεσαβέζικος• ερμαφρόδιτος• αμφιλεγόμενος•-ое решение μεσαβέζικη λύση ή απόφαση.
-
50 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων. -
51 третьеразрядный
επ.1. της τρίτης κατηγορίας.2. μέσος, μέτριος• αναξιόλογος, άσημος. -
52 умеренность
-и θ.μετριότητα• μετριοπάθεια• μετριοφροσύνη μέσος όρος. -
53 умеренный
επ. από μτχ.1. μέτριος, μέσος•умеренный аппетит μέτρια όρεξη•
-ая скорость μέση ταχύτητα•
умеренный жар μέτρια ζέστη•
умеренный мороз μέτριο ψύχος.
|| ήπιος, μαλακός• εύκρατος•ветер μέτριος άνεμος•
умеренный климат ήπιο κλίμα.
|| λογικός•-ая цена λογική τιμή•
-ые требования λογικές απαιτήσεις.
2. λιτός, απέριττος•-ая жизнь λιτή ζωή.
3. μετριοπαθής, μετριόφρονας•-ая политика μετριοπαθής πολιτική•
-ые взгляды μετριοπαθείς απόψεις•
умеренный консерватор μετριοπαθής συντηρητικός•
умеренный либерал μετριοπαθής φιλελεύθερος.
См. также в других словарях:
μέσος — b masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στη μέση δύο τοπικών ή χρονικών σημείων, ο μεσαίος, ο μεσιανός: Τα προβλήματα της μέσης ηλικίας. 2. αυτός που υποδεικνύει το μέσο όρο: Μέση θερμοκρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… … Dictionary of Greek
μέσσα — μέσος b neut nom/voc/acc pl (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc/acc dual (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιτάτων — μέσος b fem gen pl μέσος b masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαίτατον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαίτερον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσότατον — μέσος b masc acc superl sg (epic) μέσος b neut nom/voc/acc superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσώτατα — μέσος b adverbial superl μέσος b neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσώτατον — μέσος b masc acc superl sg μέσος b neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)