Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μέσος

  • 41 второсортный

    επ.
    δεύτερης ποιότητας,κατώτερος•

    -ая мука αλεύρι δεύτερης ποιότητας.

    || μέτριος, μεσαίος, μέσος.

    Большой русско-греческий словарь > второсортный

  • 42 медиум

    α.
    1.το μέντιουμ.
    2. μέσος μουσικός φθόγγος.

    Большой русско-греческий словарь > медиум

  • 43 межеумочный

    επ.
    ενδιάμεσος, μέσος, μεσαίος.

    Большой русско-греческий словарь > межеумочный

  • 44 небольшой

    επ.,.
    1. ούτε μεγάλος ούτε μικρός, μέτριος•

    -ая комната μέτριο δωμάτιο.

    || ολιγάριθμος•

    небольшой военный отряд μικρό στρατιωτικό τμήμα•

    небольшой тираж μικρός αριθμός αντιτύπων.

    || (για χρόνο) βραχύς, σύντομος•

    небольшой срок μικρή προθεσμία.

    2. ασήμαντος•

    -ая польза μικρή ωφέλεια•

    -ая беда μικρό κακό.

    || μέσος, μέτριος• κοινός• της αράδας•

    небольшой артист καλλιτέχνης της αράδας.

    3. όχι και τόσο μεγάλος ή όχι και τόσο•

    небольшой любитель театра όχι και τόσο θεατρόφιλος.

    εκφρ.
    с -им – και κάτι παραπάνω, επί πλέον, παραπανίσια•
    за -им д-ломβλ. εκφρ. στη λ. дело (за малым делом).

    Большой русско-греческий словарь > небольшой

  • 45 невысокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.
    1. χαμηλός κοντός• βραχύς•

    невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•

    невысокий человек κοντός άνθρωπος.

    2. μικρός, ασήμαντος•

    -ая температура χαμηλή θερμοκρασία•

    -ое давление μικρή πίεση•

    -ая плата χαμηλός μισθός.

    3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•

    -ое качество μέση ποιότητα•

    -ая квалификация μέση ειδίκευση.

    4. ασήμαντος, αναξιόλογος.
    εκφρ.
    - ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•
    невысокий лоб – στενό μέτωπο.

    Большой русско-греческий словарь > невысокий

  • 46 норма

    θ.
    καθιερωμένο όριο. || κανόνας, αρχή•

    -ы поведения κανόνες συμπεριφοράς•

    выйти из норм παραβιάζω τους κανόνες.

    || το κανονικό, ο μέσος όρος•

    норма выпадения осадков το μέσον ύψος της βροχής.

    || το (καθ)ορισμένο ποσό•

    норма прибыли καθορισμένο ποσό κέρδους.

    εκφρ.
    войти (прийти) в -у – μπαίνω στονκανονικό ρυθμό (ή κατάσταση).

    Большой русско-греческий словарь > норма

  • 47 палец

    -льца α.
    δάχτυλο, δάκτυλος•

    большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•

    указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•

    средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•

    безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•

    в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•

    пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•

    считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•

    тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•

    показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.

    εκφρ.
    палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•
    - льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•
    - ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•
    - ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•
    - ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•
    смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•
    по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•
    как по -ам(объяснить, рассказатьκ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•
    как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω).

    Большой русско-греческий словарь > палец

  • 48 посредственный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о.
    1. μέτριος, μέσος, κοινός, συνηθισμένος• σχεδόν καλός•

    -ые знания μέτριες γνώσεις•

    посредственный ответ ученика σχεδόν καλή απάντηση του μαθητή•

    посредственный талант μέτριο ταλέντο.

    2. έμμεσος, με μεσολάβηση.

    Большой русско-греческий словарь > посредственный

  • 49 серединный

    επ.
    μέσος, μεσαίος, μεσιανός•

    -ое окно το μεσαίο παράθυρο.

    || μτφ. ενδιάμεσος• μεσαβέζικος• ερμαφρόδιτος• αμφιλεγόμενος•

    -ое решение μεσαβέζικη λύση ή απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > серединный

  • 50 средний

    -яя, -ее
    επ.
    μεσαίος, μέσος, μεσιανός•

    -ее окно μεσαίο παράθυρο•

    -яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.

    || κεντρικός•

    -яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.

    || μέτριος•

    средний ученик μέτριος μαθητής.

    εκφρ.
    в -ем – κατά μέσο όρο•
    высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•
    ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•
    не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•
    - ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•
    средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•
    - ее ухо – το μεσαίο αυτί•
    - яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•
    - их лет – μέσης ηλικίας•
    средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > средний

  • 51 третьеразрядный

    επ.
    1. της τρίτης κατηγορίας.
    2. μέσος, μέτριος• αναξιόλογος, άσημος.

    Большой русско-греческий словарь > третьеразрядный

  • 52 умеренность

    θ.
    μετριότητα• μετριοπάθεια• μετριοφροσύνη μέσος όρος.

    Большой русско-греческий словарь > умеренность

  • 53 умеренный

    επ. από μτχ.
    1. μέτριος, μέσος•

    умеренный аппетит μέτρια όρεξη•

    -ая скорость μέση ταχύτητα•

    умеренный жар μέτρια ζέστη•

    умеренный мороз μέτριο ψύχος.

    || ήπιος, μαλακός• εύκρατος•

    ветер μέτριος άνεμος•

    умеренный климат ήπιο κλίμα.

    || λογικός•

    -ая цена λογική τιμή•

    -ые требования λογικές απαιτήσεις.

    2. λιτός, απέριττος•

    -ая жизнь λιτή ζωή.

    3. μετριοπαθής, μετριόφρονας•

    -ая политика μετριοπαθής πολιτική•

    -ые взгляды μετριοπαθείς απόψεις•

    умеренный консерватор μετριοπαθής συντηρητικός•

    умеренный либерал μετριοπαθής φιλελεύθερος.

    Большой русско-греческий словарь > умеренный

См. также в других словарях:

  • μέσος — b masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται στη μέση δύο τοπικών ή χρονικών σημείων, ο μεσαίος, ο μεσιανός: Τα προβλήματα της μέσης ηλικίας. 2. αυτός που υποδεικνύει το μέσο όρο: Μέση θερμοκρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέσος χρόνος ζωής — Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν… …   Dictionary of Greek

  • μέσσα — μέσος b neut nom/voc/acc pl (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc/acc dual (epic) μέσσᾱ , μέσος b fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαιτάτων — μέσος b fem gen pl μέσος b masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαίτατον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσαίτερον — μέσος b masc acc sg μέσος b neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσότατον — μέσος b masc acc superl sg (epic) μέσος b neut nom/voc/acc superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσώτατα — μέσος b adverbial superl μέσος b neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσώτατον — μέσος b masc acc superl sg μέσος b neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»