-
1 Μεροπες
οἱ меропы ( древнее население о-ва Кос) HH., Pind. -
2 λαος
I.ион.-атт. λεώς ὅ тж. pl.(λαὸν ἀγείρειν Hom.)
2) пешие бойцы, пехота(ἵπποι καὴ λ. Hom.)
3) сухопутная армия(νῆές τε καὴ λ. Hom.)
4) люди, населениеλαοὴ ἀγροιῶται Hom. — поселяне;
ναυτικὸς λεώς Aesch. — моряки, гребцы;ὅ γεωργικὸς λεώς Arph. — земледельцы;ἐγχώριοι λαοί Aesch. — местное население;μέροπες λαοί Aesch. — человеческий род5) ( в театре) публика, зрители(αἱ στίχες τῶν λαῶν Arph.)
6) собрание, толпа(ἀκούετε, λεῴ! Arph.; ὅ πολὺς λεώς Plat.)
7) народ, племя(Δωριεύς Pind.; Λυδῶν τε καὴ Φρυγῶν Aesch.; ξύμπας Ἀχαιῶν λ. Soph.)
Κάδμου λ. Soph. = ΘηβαῖοιII.gen. к λᾶας См. λαας -
3 ταλαιπαθης
-
4 χαμερπης
См. также в других словарях:
Μέροπες — Μέροψ dividing the voice masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέροπες — μέροψ dividing the voice masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… … Dictionary of Greek
Meropis — Philippica location Creator Theopompus of Chios Type Fictional island Notable characters Méropes Meropis (Ancient Greek … Wikipedia
ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… … Hofmann J. Lexicon universale
CRONIUM seu CHRONIUM mare — CRONIUM, seu CHRONIUM mare nonnullis Concretum, vel Congelatum appellatur. Plin. l. 4. c. 13. Dionys. Πόντον μιν καλέουσι πεπηγότα τε Κρόνιόν τε. Apolloniustamen, in Argonauticis, Croniummare pro Adriatico posuit (si Interpreti eius credemus)… … Hofmann J. Lexicon universale
αέροψ — ἀέροψ ( οπος), ο (Α) το πτηνό μέροψ* «μελισσοφάγος» στη βοιωτική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., όπως και ορισμένα άλλα ονόματα (μέροψ, πηνέλοψ), δήλωνε αφ’ ενός μεν είδος πτηνών, αφ’ ετέρου δε ονομασία ομώνυμων λαών (Ἀέροπες, Μέροπες), χωρίς να μπορεί… … Dictionary of Greek
μυθούμαι — (I) μυθοῡμαι, έομαι (Α) [μύθος] 1. λέγω, ομιλώ 2. διηγούμαι 3. εκφωνώ 4. κάνω λόγο για κάποιον, συζητώ για κάποιον 5. προφέρω 6. καλώ κάποιον με το όνομά του, μνημονεύω («πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον… … Dictionary of Greek