Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μέμνονα

См. также в других словарях:

  • Μέμνονα — Μέμνων the Steadfast masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέμνον' — Μέμνονα , Μέμνων the Steadfast masc acc sg Μέμνονι , Μέμνων the Steadfast masc dat sg Μέμνονε , Μέμνων the Steadfast masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MEMNON — I. MEMNON Andromacho vivo a Samaritanis exusto, in administranda Caelesyria, ab Alexandro, suffectus. Curt. l. 4. c. 3. Postea Arachosiis Praetor datus. l. 7. c. 13. 4000. peditum et 600. equitum in praesidium relictis. Ex Thracia, in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… …   Dictionary of Greek

  • μεμνόνειος — και μεμνόνιος, ον (Α) [Μέμνων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μέμνονα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μέμνονα, δηλ. στον όνο 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μεμνόν(ε)ιον ναός τού Μέμνονος στην Αίγυπτο 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • AETHIOPIA — I. AETHIOPIA Diana cognominata est, teste Steph. II. AETHIOPIA incolis Abexin, et Abissia nostirs, regio Africae amplissima, cis et ultra Aequatorem extensa, gemina. Una sub Aegypto inter Nilum et sinum Arabicum late patens, in qua Meroe insula;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHAETHON — Clymenes Nymphae et Solis filius fuisse dicitur, qui cum Epapho, Iovis filio, non cederet, seque Solis filium esso gloriaretur, hunc falso gloriari inquit Epaphus, teste Ovidiô, Met. l. 1. v. 748. Huic Epaphus, magni genitus de semine tandem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… …   Dictionary of Greek

  • κισσία — Περιοχή της Ασίας, πιθανότατα στην Περσία, κατά την αρχαιότητα. Πήρε την ονομασία της από τη μητέρα του Μέμνονα, Κισσία. Την Κ. αναφέρουν ο Αισχύλος και ο Ηρόδοτος. Ο δεύτερος την ταυτίζει με την Ελυμαΐδα (Ελαμμάτ) των Βαβυλωνίων. Μερικοί θεωρούν …   Dictionary of Greek

  • ψυχοστασία — Το ζύγισμα των ψυχών πάνω σε πλάστιγγα. Η ιδέα αυτή συναντάται στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, ως κρίση των νεκρών. Ανάλογη με τα αποτελέσματα του ζυγίσματος ήταν και η ευτυχία της μέλλουσας ζωής. Στην ομηρική εποχή, η ψ. ήταν διαφορετική και… …   Dictionary of Greek

  • Αίσηπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εγγονός του Λαομέδοντα, γιος του Βουκολίωνα, και της Αβαρβαρέας, δίδυμος αδελφός του Πήγασου. Και οι δύο σκοτώθηκαν από τον Ευρύαλο, υπαρχηγό του Διομήδη. 2. Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Θέτιδας. II… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»