-
121 ἔξοδος
ἔξ-οδος, ἡ, der Ausgang, (1) der Ort zum Hinausgehen. Übh. eine Öffnung, durch welche etwas herauskommt, z. B. von den Schamteilen. Von der Mündung eines Flusses. (2) die Handlung des Ausgehens, das Fortgehen; Ggstz εἴςοδος; übertr., λήϑη μνήμης ἔξ., das Ausgehen, Verschwinden; bes. (a) von kriegerischen Auszügen, eine Expedition, Feldzug, sowohl übh. ins Feld, als zur Schlacht, od. übh. nur von einem Orte weg; ἔξοδον ποιεῖσϑαι, einen Feldzug, auch einen Ausfall machen. (b) ein Festaufzug; bes. vom pomphaften Ausgange vornehmer Frauen mit Gefolge; auch vom Auszuge der Braut aus dem väterlichen Hause. (c) das Weggehen des Chores in den Tragödien, ἔξοδον αὐλεῖν τινι, j-m zum Fortgehen aufspielen; ἔξοδος μέρος ὅλον τραγῳδίας, μεϑ' ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος, der Schluß der Tragödie; übh. Schluß, Ende, ἐπ' ἐξόδῳ εἶναι, am Ende sein; λόγων, der Schluß, das Resultat. (3) vom Gelde: das Ausgeben, der Aufwand (Ggstz von εἴςοδος) -
122 ἐξυφαίνω
ἐξ-υφαίνω, ausweben, fertig weben. Übertr., μέλος, vollenden; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet -
123 ἐπαυλέω
ἐπ-αυλέω, die Flöte dazu blasen; δάϊον μέλος ἐπαυλεῖται, ein Lied wird dazu geblasen; τινὶ ἐνόπλιον, vorspielen -
124 ἐπιβοάω
ἐπι-βοάω, zuschreien, zurufen; μέλος χέρνιβι, dabei singen; verschreien; vom Hunde: dazu bellen; anrufen, sich zur Hilfe rufen; Kriegsgeschrei erheben; laute Vorwürfe machen -
125 ἐπίσκοπος
ἐπί-σκοπος, ὁ, ἡ, der Aufseher, der die Aufsicht über etwas führt. Von den Göttern, τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, sie werden über das Halten der Verträge wachen; ἐπ. ὁδαίων, Aufseher über die Waren; von Hektor, ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν ῥύσκευ, Beschützer; ϑεοῖς πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις, Beschützer des Marktes; von Bacchus; τοῦ νεκροῦ, Späher, die auf den Leichnam achten; ἦ τιν' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον, als Späher gegen die Troer; ἐπίσκοπος ὀϊστῶν, Beherrscher, Lenker der Pfeile. In Athen hießen so bes. die in die unterworfenen Städte geschickten Männer, welche die Angelegenheiten derselben leiteten; Aufseher über eine Gemeinde, Bischof--------------------------------ἐπί-σκοπος, das Ziel treffend, erreichend, ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα, den Sieg erzielend; Τεύκρου βοῶντος ἄτης τῆςδ' ἐπίσκοπον μέλος, darauf hinzielend, dazu passend; οὕτως ἐπίσκοπα τοξεύειν, geschickt schießen, daß man das Ziel trifft -
126 εὐμετάμελος
-
127 εὔυμνος
-
128 ἱμαῖος
ἱμαῖος, zum Wasserschöpfen gehörig; sc. μέλος, τό, Brunnenschöpferlied
См. также в других словарях:
μέλος — limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
μέλος — το 1. μέρος του σώματος: Τον χτυπούσαν σε κάθε μέλος του σώματος. 2. το κάθε άτομο μιας ομάδας ή συνόλου: Πολλά μέλη του κόμματος διαφώνησαν. 3. χορικό, άσμα, τραγούδι: Τα μέλη της τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γρηγοριανό μέλος — Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται ολόκληρος ο μουσικός πολιτισμός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, που άνθησε ακόμα και πριν από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα, και συνεχίστηκε έως την υστερομεσαιωνική περίοδο. Το Γ.μ. είναι αυστηρά μονοφωνικό και… … Dictionary of Greek
Καρικόν μέλος — Αρχαίος μουσικός ρυθμός καρικής καταγωγής, που είναι γνωστός και ως χορίαμβος. Αποτελείται από τροχαίους και ιάμβους και συνήθιζαν να τον αποδίδουν με αυλό … Dictionary of Greek
μέλει — μέλος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέλεϊ , μέλος limb neut dat sg (epic ionic) μέλος limb neut dat sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… … Dictionary of Greek
φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… … Dictionary of Greek
μελέεσι — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέεσιν — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελέεσσι — μέλος limb neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)