-
1 μέλεος
A idle, useless, ;μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή Od.5.416
;οὐ μ. εἰρήσεται αἶνος Il.23.795
; μ. δέ οἱ εὖχος ἔδωκας a vaunt unearned, 21.473: neut. μέλεον as Adv., in vain,μέλεον δ' ἠκόντισαν ἄμφω 16.336
. -
2 μέλεος
μέλεος (vgl. μέλε), bei Eur. auch 2 Endgn, vergeblich, nichtig, VLL. u. Schol. Hom. erkl. μάταιος; οὐδέ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν, Il. 10, 480; οὐ μέν τοι μέλεος εἰρήσεται αἶνος, 23, 795; Od. 5, 416; Hes. οὐκ ἐδίδου μελέοισι πυρὸς μένος – ϑνητοῖς, den nichtigen, unglücklichen Menschen, Th. 563; adverbial, μέλεον, z. B. ἔγχεσι μὲν γὰρ ἤμβροτον ἀλλήλων, μέλεον δ' ήκόντισαν ἄμφω, Il. 16, 336, μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας, 21, 473, wo die Alten auch einen mühlosen Sieg erklären. – Sp. bes. unglücklich, elend; μέλεος ἀϑλίων γάμων, Aesch. Spt. 761 (vgl. Eur. I. A. 1277 Troad. 166); μέλεοι δῆϑ' οἳ μελέους ϑανάτους εὕροντο 860, πάϑεα μέλεα Suppl. 104; so auch Soph. u. Eur.; Orak. bei Her. 7, 140, u. einzeln bei sp. D.
-
3 μελεος
3 и 21) напрасный, тщетный, бесполезный(αἶνος Hom.)
2) даровой, незаслуженный(εὖχος Hom.)
3) пустой, глупыйὦ μέλεοι, τί κάθησθε ; Her. — чего вы сидите, глупцы?
4) несчастный, страдающийμ. γάμων Aesch. — несчастный в своем браке
5) бедственный, тяжелый, роковой(ἔργα, θάνατος Aesch.; πάθη Soph.)
См. также в других словарях:
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek