-
1 Μεγίστη
η Меййсти;тж. Καστελλόριζον -
2 Μεγίστη Λαύρα
Μεγίστη Λαύρα ηсм. ΛαύραΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μεγίστη Λαύρα
-
3 αινη
-
4 αφορμη
ἥ1) исходная точка, опорный пункт, тж. операционная база(ἱκανέ ἀναχώρησίς τε καὴ ἀ. Thuc.; μηδεμίαν ἀφορμήν καταλείπεσθαί τινι Polyb.)
2) причина, повод, основание(πρός и εἴς τι Polyb.; ἀφορμέν παρέχειν и διδόναι Dem.; ἀφορμέν λαβεῖν τι и ἔκ τινος Polyb.)
3) тж. pl. средства, капитал(ἀφορμέν δανείσασθαι Xen.; πίστις ἀ. πασῶν μεγίστη Dem.; εἰς ἀσφαλῆ πράγματα τὰς ἀφορμὰς καταθεῖναι Plut.)
4) ( у стоиков) отклонение, удаление(ἥ ἀ. λόγος ἀπαγορευτικός, sc. ἐστιν Plut.)
ὁρμέ καὴ ἀ. Diog.L. — влечение и отвращение -
5 διαστασις
- εως ἥ1) разделение, распадение(τῶν συμφύτων μερῶν Arst.; μορίων Plut.)
2) расселина, трещинаἥ δ. τῶν οὐρέων Her. — горное ущелье3) щель, выемка(τοῦ πλεύμονος Arst.)
4) расстояние, удаленность5) расхождение, взаимное смещение6) протяжение7) мат. измерение(τρεῖς διαστάσεις ἔχειν Arst.)
8) промежуток, интервал(ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμόν Plat.; μεγίστη δ. ἀρετέ καὴ μοχθηρία Arst.)
9) разлад, раздор(στάσις ἢ δ. Plat.; διαστάσεις τῶν πολιτειῶν Arst.)
δ. τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. — раскол между младшим и старшим поколениями10) расторжение брака, развод(πρὸς τὸν ἄνδρα Plut.)
-
6 κινησις
1) движение(κινήσεως ἀρχέ τὸ αὑτὸ κινοῦν, sc. ἐστιν Plat.)
ἐκδεχόμενοι τέν τοῦ ὕδατος κίνησιν NT. впосл. погов. — чающие движения воды, т.е. ожидающие благоприятных обстоятельств2) воен. передвижение, перемещение войск Polyb.3) народное движение, возмущение(κ. καὴ ταραχή Polyb.)
4) переворот, смена(πολιτειῶν Arst.)
5) волнение, потрясениеκ. αὕτη μεγίστη τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο Thuc. — (Пелопоннесская война) была самым большим потрясением для греков
-
7 φανερος
1) видимый, зримый, заметныйἔχειν πάντα φανερά Her. — быть видимым во всех своих частях;
εἰς φανερὰν ὄψιν βαίνειν Eur. — обнаруживать себя, показываться;τοὔργον παρέσται φανερόν Soph. — это будет видно;φανερὰ οὐσία Isae., Dem. — видимое, т.е. недвижимое имущество;τὸν σῖτον ἐς τὸ φανερὸν φέρειν Thuc. — публично объявить о своих хлебных запасах;ὑπ΄ οὐδενὸς φανεροῦ Plut. — без всякой видимой причины2) открытый(ὁδός Pind.)
φανεραὴ ἐσβολαὴ ἐς Αἴγυπτον Her. — свободные подступы к Египту;αἱ φανεραὴ πηγαί Thuc. — открытые источники3) открытый, очевидный, явный(ἔχθρα πρός τινα Thuc.)
τέν ψῆφον φανερὰν φέρειν или τιθέναι Plat. — голосовать открыто (явно);ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι ἐς πόλιν Her. — известно, что они пришли в город;ὅσα μέ φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Xen. — неясно было, что он об этом думает;ἐκ τοῦ φανεροῦ Thuc., Xen. — открыто, явно;αἱ ἐς τὸ φανερὸν λεγόμεναι αἰτίαι Thuc. — открыто называемые причины;ἐν τῷ φανερῷ Thuc., Xen., Plat. — открыто, публично, всенародно;κατὰ τὸ φανερὸν εἰπεῖν Arph. — высказаться во всеуслышание4) видный, выдающийся, славныйπόλις ἥ μεγίστη τῶν φανερῶν Xen. — величайший из славных городов -
8 φθορα
ион. φθορή ἥ1) гибель, уничтожение, разрушение(Ἰλίου Aesch.)
φ. ἀνθρώπων Thuc. — повальная смертность среди людей, мор;γένεσις καὴ φ. Plat. — возникновение и разрушение (гибель);ἥ μεγίστη φ. ὕδασιν Plat. — страшное наводнение, потоп2) порчаτὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι Plut. — смешение красок живописцы называют порчей
3) развращение, растление Aeschin., Plut.4) расточение, растрата(χρημάτων Plut.)
-
9 φλεψ
φλεβός ἥ1) жила, кровеносный сосуд, преимущ. вена Hom., Her., Trag., Plat., Arst., Plut.φ. κοίλη Eur., Arst. или φ. μεγάλη (μεγίστη) Arst. — полая вена;
φλέβες σφαγίτιδες Arst. — яремные вены;αἱ φλέβες ἐξανίστανται Luc. — вены вздуваются2) бот. жилка(αἱ φλέβες ἐπὴ τῶν φύλλων Arst.)
3) рудоносная жила(Arst.; φ. ἀργυρίτιδος Xen.; φλέβες κατάγειοι Diod.)
4) подпочвенный поток(κατὰ τὰς φλέβας ῥεῖ τὸ ὕδωρ Arst.; αἱ φλέβες τῆς πηγῆς Polyb.)
5) (тж. φ. γονίμη) membrum virile Anth. -
10 Καστελλόριζο(ν)
το о-в Кастеллоризон;тж. Μεγίστη -
11 Καστελλόριζο(ν)
το о-в Кастеллоризон;тж. Μεγίστη -
12 μέγιστος
η, ο[ν] величайший, самый большой;ο μέγιστος πάντων — самый большой из всех;
μέγίστη συμφορά — величайшее бедствие
-
13 κυριακή μονή
κυριακή μονή ηглавный, первенствующий монастырь, владеющий другими подворьями:η Μεγίστη Λαύρα είναι η κυρίαρχος μονή της σκήτης των Καυσοκαλυβίων, της μικρής και μεγάλης Αγίας Άννης, των Κατουνακίων — Великая Лавра владеет следующими скитами: Кавсокаливия, маленькая и большая Святая Анна, Катунакия
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κυριακή μονή
См. также в других словарях:
Μεγίστη — Kastellórizo Kastellórizo Καστελλόριζο (el) Le port de Kastellórizo Géographie Pays … Wikipédia en Français
μεγίστη — η (ΑM μεγίστη) βλ. μέγιστος … Dictionary of Greek
Μεγίστη — Sp Megistė Ap Μεγίστη/Megisti Sp Kastelòrizas Ap Καστελλόριζο/Kastelorizo L s. ir g tė P. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μεγίστη — μέγας big fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγίστῃ — μέγας big fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγίστη ή Καστελλόριζο — Νησί (8,88 τ. χλμ., 406 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Βρίσκεται 72 ναυτικά μίλια Α της Ρόδου, απέναντι από τις νοτιοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Δωδεκανήσου. Το ψηλότερο σημείο του νησιού είναι η κορυφή Βίλλα (271 μ … Dictionary of Greek
Μαύρος, Γεώργιος — (Μεγίστη 1909 – Αθήνα 1995). Δικηγόρος και πολιτικός. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε κατά τα έτη 1932 42. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961… … Dictionary of Greek
μεγίστηι — μεγίστῃ , μέγας big fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВАТОПЕД — [греч. ῾Ιερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Βατοπεδίου; Βατοπαίδιον, Βατοπέδιον], во имя Благовещения Пресв. Богородицы общежительный муж. мон рь; расположен на берегу небольшой бухты, находящейся примерно посередине сев. вост. побережья п ова Афон… … Православная энциклопедия
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia