Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μέγας+ἐρρύη

  • 1 Swell

    v. trans.
    Increase: P. and V. αὐξνειν, αὔξειν, P. ἐπαυξάνειν, V. ἀλδαίνειν.
    Puff up: P. and V. φυσᾶν, Ar. and P. ὀγκοῦν, V. ἐξογκοῦν; see Puff up (Puff).
    V. intrans. Ar. and P. οἰδεῖν, P. and V. νοιδεῖν (Plat.), σπαργᾶν (Plat.), V. ἐξοιδεῖν (Eur., Cycl.).
    Of fruit: Ar. οἰδνειν.
    Increase: P. and V. αὐξνεσθαι, αὔξεσθαι, P. ἐπαυξάνεσθαι, V. ὀφέλλεσθαι.
    The stream of the Asopus was much swollen: P. ὁ Ἄσωπος... ἐρρύη μέγας (Thuc. 2, 5).
    Swell with anger: use P. and V. ζεῖν, κυμαίνειν ( Plat.).
    Swell with milk: P. and V. σπαργᾶν.
    Swell with pride: P. and V. φρονεῖν μέγα, περφρονεῖν, V. πνεῖν μεγλα.
    Be puffed up: Ar. and V. ὀγκοῦσθαι (also Xen.), V. ἐξογκοῦσθαι, Ar. ὀγκύλλεσθαι.
    Swell with passion: P. and V. σφριγᾶν, P. σπαργᾶν.
    Swell with waves: P. κυμαίνειν (Plat.).
    ——————
    subs.
    Of the sea: Ar. and V. οἶδμα, τό, σλος, ὁ, or use wave.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Swell

См. также в других словарях:

  • κατηγορούμενο — το 1. όνομα ή άλλο μέρος τού λόγου ή φράση ή και ολόκληρη πρόταση που αποδίδουν μιαν ιδιότητα στο υποκείμενο προτάσεως με τη μεσολάβηση ενός συνδετικού ρήματος, αυτό που λέγεται για το υποκείμενο π.χ. «τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῑν», «ο γιος μου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»