-
21 ὑπέρ-μεγας
ὑπέρ-μεγας, μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.
-
22 Κανών Μέγας
Κανών Μέγας οПокаянный канон Андрея Критского, который читается во время Великого Поста в Понедельник, Вторник, Среду и Четверг 1-й седмицы, а также полностью читается в Четверг на пятой неделе Великого ПостаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Κανών Μέγας
-
23 μεγάλω
μέγαςbig: masc /neut nom /voc /acc dualμέγαςbig: masc /neut acc dualμέγαςbig: masc /neut gen sg (doric aeolic)μέγαςbig: masc /neut nom dualμέγαςbig: masc /neut voc dual——————μέγαςbig: masc /neut dat sg -
24 μεγαλέων
μέγαςbig: fem gen pl (epic ionic)μέγαςbig: masc gen pl (epic ionic)μέγαςbig: masc /fem gen pl (epic ionic) -
25 μεγαλώτερον
μέγαςbig: masc acc comp sgμέγαςbig: neut nom /voc /acc comp sgμέγαςbig: neut voc comp sg -
26 μεγάλη
μέγαςbig: fem nom /voc sg (attic epic ionic)μέγαςbig: fem voc sg (attic epic ionic)——————μέγαςbig: fem dat sg (attic epic ionic) -
27 μεγάλοιν
μέγαςbig: masc /neut gen /dat dualμέγαςbig: masc /neut dat dualμέγαςbig: masc /neut gen dual -
28 μεγίστω
μέγαςbig: masc /neut nom /voc /acc dualμέγαςbig: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————μέγαςbig: masc /neut dat sg -
29 μειζότερον
μέγαςbig: adverbial compμέγαςbig: masc acc comp sgμέγαςbig: neut nom /voc /acc comp sg -
30 μείζω
μέγαςbig: neut acc comp plμέγαςbig: neut nom comp plμέγαςbig: masc /fem acc comp sg -
31 μέζω
μέγαςbig: neut acc comp pl (ionic)μέγαςbig: neut nom comp pl (ionic)μέγαςbig: masc /fem acc comp sg (ionic) -
32 μεγαλωτέρων
μέγαςbig: fem gen comp plμέγαςbig: masc /neut gen comp pl -
33 μειζοτέρων
μέγαςbig: fem gen comp plμέγαςbig: masc /neut gen comp pl -
34 μεγάλης
-
35 μεγάλοι
μέγαςbig: masc nom /voc plμέγαςbig: masc voc pl -
36 μεγάλων
μέγαςbig: fem gen plμέγαςbig: masc /neut gen pl -
37 μεγίστων
μέγαςbig: fem gen plμέγαςbig: masc /neut gen pl -
38 μεγίστη
μέγαςbig: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————μέγαςbig: fem dat sg (attic epic ionic) -
39 μεγίστως
μέγαςbig: adverbialμέγαςbig: masc acc pl (doric) -
40 μειζοτέρως
μέγαςbig: adverbial compμέγαςbig: masc acc comp pl (doric)
См. также в других словарях:
μέγας — big masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγας — μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα) βλ. μεγάλος … Dictionary of Greek
Μέγας — Μέγᾱς , Μέγης masc acc pl Μέγᾱς , Μέγης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγας Αλέξανδρος — Οικισμός (66 κάτ.) του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφανού … Dictionary of Greek
Μέγας Γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών.1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 206 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Βάρης) του νομού Κυκλάδων. 2. Οικισμός (18 κάτ.) της Σύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποσειδωνίας (Δ.Δ. Ποσειδωνίας) … Dictionary of Greek
Μέγας Δένδρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Υπήρξε η γενέτειρα του διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη (1597)… … Dictionary of Greek
Μέγας Κάμπος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (88 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφιλοχίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 50 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλείας … Dictionary of Greek
Μέγας Κύων — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς Περιστεράς, Λαγωού, Μονόκερου και Πρύμνης. Ο α του Μ.Κ. ή Σείριος είναι ο λαμπρότερος απλανής σε ολόκληρο τον ουρανό με μέγεθος –1,6. Είναι διπλός, με ταίρι του… … Dictionary of Greek
Μέγας Λάκκος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 31 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας, στον οποίο και υπαγόταν μέχρι το 1974. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου … Dictionary of Greek
Μέγας, Γεώργιος — (Μεσημβρία Ανατολικής Ρωμυλίας 1893 – 1976). Λαογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek