-
1 μαρτυς
1) свидетель(ница)(μάρτυρας καλεῖν θεούς Soph.)
2) свидетельство, подтверждение, доказательство, доводμάρτυρα παράγεσθαί или ἐπάγεσθαί τι Plat. — приводить что-л. в подтверждение
3) засвидетельствовавший своей кровью, т.е. мученик(Στέφανος ὅ μ. NT.)
См. также в других словарях:
μάρτυν — μάρτυς witness masc/fem acc sg (attic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek