Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λῡσῐ-τόκος

См. также в других словарях:

  • ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λυσίτοκος — λυσίτοκος, ον (Α) αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί τοκος, νεό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λυσιτόκος — λυσιτόκος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες τού τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουρο τόκος, πρωτο τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • μελισσότοκος — μελισσότοκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει γεννηθεί ή παραχθεί από μέλισσα 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός, μελωδικός σαν μέλι («μελισσοτόκων ύμνων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος, πυρί τοκος. Η… …   Dictionary of Greek

  • μνησίτοκος — μνησίτοκος, ον (Α) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος] …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοφθόρος — ἑτοιμοφθόρος, ον (Α) (με ενεργ σημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»