Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λῡσί-ποθος

См. также в других словарях:

  • κρυψίποθος — κρυψίποθος, ον (Α) αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσί ποθος, τηξί ποθος] …   Dictionary of Greek

  • λυσίποθος — λυσίποθος, ον (Α) αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί ποθος, τηξί ποθος] …   Dictionary of Greek

  • τηξίποθος — ον, Α αυτός που λειώνει, που φθείρει κάποιον μέσω τού πόθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + πόθος (πρβλ. λυσί ποθος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»