-
1 λῡσί-ποθος
λῡσί-ποθος, Liebe, Sehnsucht stillend, ἀγγελίαι, Agath. 11 (V, 269).
-
2 λῡσι-μελής
-
3 λῡσίποθος
λῡσί-ποθος, Liebe, Sehnsucht stillend
См. также в других словарях:
κρυψίποθος — κρυψίποθος, ον (Α) αυτός που έχει κρυφούς πόθους, που κρύβει τις επιθυμίες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. λυσί ποθος, τηξί ποθος] … Dictionary of Greek
λυσίποθος — λυσίποθος, ον (Α) αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί ποθος, τηξί ποθος] … Dictionary of Greek
τηξίποθος — ον, Α αυτός που λειώνει, που φθείρει κάποιον μέσω τού πόθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + πόθος (πρβλ. λυσί ποθος)] … Dictionary of Greek