-
1 λυκό-σπαστος
λυκό-σπαστος, = Vorigem, Hesych.
-
2 λυκοσπάς
λυκο-σπάς, άδος, u. λυκό-σπαστος, vom Wolfe zerrissen; vom Wolfe angefallen; ἵπποι, eine Pferderasse in Unteritalien
См. также в других словарях:
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek