-
41 Λίνων
Λίνοςthe song: masc gen pl -
42 λίνε
λίνοςthe song: masc voc sg -
43 λίνω
λίνονanything made of flax: neut nom /voc /acc dualλίνονanything made of flax: neut gen sg (doric aeolic)λίνοςthe song: masc nom /voc /acc dualλίνοςthe song: masc gen sg (doric aeolic)——————λίνονanything made of flax: neut dat sgλίνοςthe song: masc dat sg -
44 αἴλινος
αἴλινος, ὁ (αἶ Λίνος, eigtl. ein Klagegesang auf Linus, vgl. Λίνος), das Klagelied, Soph. αἴλινον ἥσει Ai. 616; αἴλινον εἰπέ Ag. 120. 137. 154; Eur. αἴλινον ἰαχεῖ Herc. Fur. 348. Dann adj., jammernd, kläglich, κακά Hel. 171; αἴλινον ἀρχὰν ϑανάτου βάρβαροι λέγουσι Or. 1392; αὐδή Paul. S. 4 (V, 248); γράμμα Diod. 7 (VI, 348); adv., αἴλινα στοναχεῖτε Mosch. 3, 1; κινύρεται Callim. Ap. 20.
-
45 ὄλινοι
Grammatical information: m.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Furnée 375 apparently connects λινος; ?Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄλινοι
-
46 μελεδωνεύς
μελεδωνεύς, ὁ, = μελεδωνός, Hesych. erkl. φύλαξ, so heißt Λίνος, Theocr. 24, 104.
-
47 λίνον
λίνον, τό, der Flachs, die Leinpflanze, wie man λίνοιο ἄωτον erklären kann, Il. 9, 661; λίνον μόνοι οὗτοι ἐργάζονται, Her. 2, 105; λίνου σπέρμα, Leinsamen, Thuc. 4, 26; τὴν ἐκ τῶν λίνων δημιουργίαν, Plat. Polit. 280 c; – alles aus der Leinpflanze Gemachte, z. B. der flächsene, leinene Faden, Zwirn, z. B. die Angelschnur, Il. 16, 408; ἁ δὲ λίνον ήλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσε Eur. Or. 1431, Troad. 537 u. A.; bes. der Schicksals-, Lebensfaden, den die Schicksalsgöttinnen dem Menschen spinnen, ὅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ, Il. 20, 128, wie Od. 7, 198 u. sp. D., μοιρᾶν ὧδ' ἐπένευσε λίνα, Callim. Lav. Pall. 104; Theocr. 1, 139; daher ὑπὲρ τὸ λίνον, gegen das Geschick, wie ὑπὲρ μόρον, Luc. Iov. conf. 2. – Auch das aus Fäden geflochtene Fangnetz der Fischer, Il. 5, 487; Aesch. Ch. 500 (in welcher Bedeutung es nach den alten Gramm. auch masc. sein soll); Ath. VII, 284 b u. öfter in der Anth.; auch vom Jagdnetze, Theocr. 27, 16; – d as aus leinenen Fäden Bereitete, Leinwand, Il. 9, 661 Od. 13, 73. 118, ein leinenes Tuch, leinenes Gewand, Aesch. Suppl. 114. 125; auch Segeltuch, Segel, Ap. Rh. 1, 565; Luc. Amor. 6. – Sprichwörtlich οὐ λίνον λίνῳ συνάπτεις, Plat. Euthyd. 298 c; vgl. Diogen. 6, 16 u. Zenob. 1, 96, Schwaches mit Schwachem verknüpfen. – S. noch λίνος.
-
48 αιλινος
-
49 αινολινος
2чья нить (жизни) была несчастливо соткана, т.е. несчастный, злополучный Anth. -
50 αλινος
-
51 αμφιλινος
-
52 δωδεκαλινος
-
53 εκκαιδεκαλινος
-
54 εννεαλινος
-
55 ηχετης
-
56 Λίν'
Λίνε, Λίνοςthe song: masc voc sg -
57 Λίνωι
Λίνῳ, Λίνοςthe song: masc dat sg -
58 λίν'
λίνα, λίνονanything made of flax: neut nom /voc /acc plλίνε, λίνοςthe song: masc voc sg -
59 λίνοι
λίνοιthe Bands: masc nom /voc plλίνοςthe song: masc nom /voc pl -
60 λίνοιο
λίνονanything made of flax: neut gen sg (epic)λίνοςthe song: masc gen sg (epic)
См. также в других словарях:
Λίνος — the song masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνος — the song masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * Λίνος, ὁ (Α) 1. ονομασία μυθικού αοιδού, γιου … Dictionary of Greek
λίνος — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * λίνος και λῑνος, ὁ (ΑM) το λίνο αρχ. 1. (κατά … Dictionary of Greek
λινός — Αρχαίο λαϊκό άσμα, συνήθως πένθιμο, με την ονομασία του οποίου πλάστηκε και η μορφή του όμορφου νέου που πέθανε πρόωρα (Λίνος), προς τιμήν του οποίου ψαλλόταν. Βλ. λ. Λίνος· Αίλινος ή Οιτόλινος. * * * ή, ό (Μ λινός, ή, όν) 1. κατασκευασμένος,… … Dictionary of Greek
λινός — ή, ό αυτός που είναι φτιαγμένος από λινάρι: Τα λινάρούχα σιδερώνονται δύσκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολίτης, Λίνος — (1906 – 1981). Φιλόλογος, συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Μονάχου και Παρισιού. Διετέλεσε επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής… … Dictionary of Greek
Καρζής, Λίνος — (1897 – 1978). Λογοτέχνης και σκηνοθέτης του θεάτρου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ιστορία της λογοτεχνίας στη Σορβόνη. Το 1931 ίδρυσε τον Θυμελικό θίασο, στον οποίο ήταν διευθυντής, σκηνοθέτης και χορογράφος και με τον οποίο… … Dictionary of Greek
Λίνω — Λίνος the song masc nom/voc/acc dual Λίνος the song masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Лин в мифологии — (Λίνος) по одному древнегреческому сказанию, сын Аполлона и аргивской царевны Псамафы, по другому сын Амфимара и Урания, величайший знаток музыки; за то, что он дерзнул поставить себя рядом с Аполлоном в этом искусстве, бог убил его. В честь его… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Лин, древнегреч. знаток музыки — (Λίνος) по одному древне греч. сказанию, сын Аполлона и аргивской царевны Псамафы, по другому сын Амфимара и Урания, величайший знаток музыки; за то, что он дерзнул поставить себя рядом с Аполлоном в этом искусстве, бог убил его. В честь его были … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона