-
1 λιπαρ-ώψ
-
2 λιπαρ-όμματος
λιπαρ-όμματος, mit glänzenden Augen; Licymn. bei S. Emp. adv. eth. 49; Arist. physiogn. 3.
-
3 λιπαρ-αυγής
λιπαρ-αυγής, ές, hell glänzend, leuchtend, πορϑμίδες, Philoxen. bei Ath. XIV, 643 a.
-
4 λιπαρ-άμπυξ
λιπαρ-άμπυξ, υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671.
-
5 λιπαράμπυξ
λιπαρ-άμπυξ, υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne; komisch von einer Brühe -
6 λιπαραυγής
λιπαρ-αυγής, ές, hell glänzend, leuchtend -
7 λιπαρόμματος
-
8 λιπαρώψ
См. также в других словарях:
Λιπάρ' — Λιπάραι , Λιπάρα of Lipara fem nom/voc pl Λιπάρᾱͅ , Λιπάρα of Lipara fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάρ' — λιπαρά , λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιπαρέ , λιπαρός oily masc voc sg λιπαραί , λιπαρός oily fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
ψακαδίσχιος — ον, Α (για άλογο) αυτός που έχει τα ισχία του γεμάτα σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάς, άδος + ἰσχίον (πρβλ. λιπαρ ίσχιος)] … Dictionary of Greek