-
1 ἀνά-λημψις
ἀνά-λημψις, ἡ, ion. = ἀνάληψις, Hippocr.
-
2 ἐπί-λημπτος
ἐπί-λημπτος, - λημπτικός, - λημψις, ion. = ἐπίληπτος, -ληπτικός, -ληψις, Hippocr.
См. также в других словарях:
λήμψις — λῆμψις, ἡ (Α) βλ. λήψη … Dictionary of Greek
λημψαπόδοσις — λημψαπόδοσις, ἡ (Μ) λήψη και απόδοση, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆμψις* (μτγν. τ. τού λῆψις < λαμβάνω) + ἀπόδοσις] … Dictionary of Greek