-
1 λόφος
λόφος, ὁ (nach den alten Gramm. von λέπω, wie δειρή von δέρω), 1) eigtl. der Nacken der Zugthiere, der unter das Joch gespannt, von diesem gerieben wird; von Pferden, πολὺς δ' ἀνεκήκιεν ἱδρὼς ἵππων ἔκ τε λόφων καὶ ἀπὸ στέρνοιο, Il. 23, 508; aber auch vom Halse des Menschen, 10, 573; οὐδ' ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον Soph. Ant. 292, den Nacken unter dem Joch halten, d. i. geduldig gehorchen. – 2) wahrscheinlich von der Mähne auf dem Nacken der Pferde entnommen, Helmbusch, oft bei Hom., bei dem er immer aus Pferdehaaren zu sein scheint, κυνέην – ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καϑύπερϑεν ἔνευεν, Il. 16, 138 Od. 22, 124, vgl. Il. 6, 469. 15, 537; Hephästus bildet diesen aus Gold nach, ἔϑειραι χρύσεαι, ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ δασείας, Il. 19, 383, vgl. 18, 612. 22, 316; τρεῖς κατασκίους λόφους σείει Aesch. Spt. 366, vgl. 381; Ar. Ach. 549 u. öfter; λόφων ἐπένευον ἔϑειραι Theocr. 22, 186; auch = Federbusch, Xen. Cyr. 6, 4, 1. – Dah. auch bei den Vögeln = die Kuppe auf dem Kopf, Arist. H. A. 9, 25; Plut. Beim Hahn der Kamm, Ar. Av. 1366; Arist. H. A. 2, 12. – Bei Fischen = λοφιά, Plut. sol. an. 26. – Bei Menschen ein auf dem Wirbel hervorragender Haarschopf, um den rings herum der Scheitel kahl geschoren ist, λόφους κείρεσϑαι, sich Schöpfe scheeren, Ber. 4, 175. – 3) Erderhöhung, Hügel; Od. 11, 596. 16, 471; so immer bei Pind., πὰρ Κρόνου λόφῳ Ol. 8, 17, Νίσου ἐν εὐάγκει λόφῳ N. 5, 46, öfter; Her. 2, 124, u. sonst in Prosa, wie Plat. Legg. III, 682 b; Plut. u. Folgde. – 4) übertr. sagt Ar. Ran. 923 ῥήματα ὀφρῠς καὶ λόφους ἔχοντα, was auf die erste od. zweite Bdtg zurückzuführen ist u. ὑψηλὰ καὶ ὑπερήφανα erkl. wird, sich wie die Mähnen hoch aufsträubende Worte. – 5) die abgezogene Haut, Leder, Hippocr.
-
2 λόφος
λόφος, ὁ, (1) eigtl. der Nacken der Zugtiere, der unter das Joch gespannt, von diesem gerieben wird; von Pferden; aber auch vom Halse des Menschen; οὐδ' ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον, den Nacken unter dem Joch halten, d. i. geduldig gehorchen. (2) wahrscheinlich von der Mähne auf dem Nacken der Pferde entnommen, Helmbusch; immer aus Pferdehaaren; Hephästus bildet diesen aus Gold nach; auch = Federbusch. Dah. auch bei den Vögeln = die Kuppe auf dem Kopf. Beim Hahn der Kamm. Bei Fischen = λοφιά. Bei Menschen ein auf dem Wirbel hervorragender Haarschopf, um den rings herum der Scheitel kahl geschoren ist, λόφους κείρεσϑαι, sich Schöpfe scheeren. (3) Erderhöhung, Hügel. (4) ῥήματα ὀφρῠς καὶ λόφους ἔχοντα, sich wie die Mähnen hoch aufsträubende Worte. (5) die abgezogene Haut, Leder -
3 περισσό-λοφος
περισσό-λοφος, mit einem übermäßig großen Federbusche, πήληξ, Opp. Cyn. 3, 369.
-
4 σεισό-λοφος
σεισό-λοφος, Erkl. von τινακτοπήληξ, Hesych.
-
5 τρί-λοφος
τρί-λοφος, mit drei Helmbüschen, übh. mit drei Erhöhungen, Spitzen, Sp.
-
6 τανή-λοφος
τανή-λοφος, mit langem Halse, langer Kuppe, Hesych.
-
7 φοινῑκό-λοφος
φοινῑκό-λοφος, mit purpurrothem Federbusch, Kamm; δράκων, Eur. Phoen. 827; Hahn, Theocr. 22, 72.
-
8 χρῡσό-λοφος
χρῡσό-λοφος, mit goldenem Helmbusche, mit goldener Kuppe, das fem. χρυσολόφᾱ hat Ar. Lys. 344, als Beiwort der Pallas.
-
9 χαλκό-λοφος
χαλκό-λοφος, mit ehernem Helmkamm, ἱππιοχαίτης, Hesych.
-
10 γεώ-λοφος
-
11 εὔ-λοφος
-
12 γή-λοφος
-
13 δύς-λοφος
-
14 ξανθό-λοφος
ξανθό-λοφος, mit gelbem Helmbusch, VLL.
-
15 δί-λοφος
-
16 λευκό-λοφος
λευκό-λοφος, mit weißem Haar, oder Federbusch, τρυφάλεια Ar. Ran. 1016; Philet. 14; ποιηρὸν τοῠτ' ἀνὰ λευκόλοφον, der weiße Hügel, Crinag. 39 (VII, 636).
-
17 αἰπύ-λοφος
αἰπύ-λοφος, hochgipfelig, Nonn. D. 26, 158.
-
18 ἀργεί-λοφος
ἀργεί-λοφος, κολώνη, mit weißem Gipfel, Pind. frg. 214.
-
19 ἀερσί-λοφος
ἀερσί-λοφος, mit hohem Helmbusch, τρυφάλειαι Ap. Rh. 2, 1061; Nonn.
-
20 ἀκρό-λοφος
ἀκρό-λοφος, ὁ, Hügelspitze, Plut. Popl. 22. – Adj. - φοι πέτραι, hohe Felsen, Strat. 27 (XII, 185); πρῶνες Opp. Cyn. 1, 418.
См. также в других словарях:
λόφος — back of the neck masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
Λόφος — Sp Lòfas Ap Λόφος/Lofos L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λόφος — ο ύψωμα γης χαμηλότερο από το βουνό: Έχτισε ένα σπιτάκι στην κορυφή του λόφου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσών, λόφος — Αρχαιότατος λόφος της Αθήνας, ύψους 147 μ., που βρίσκεται ανατολικά του λόφου της Πνύκας και νοτιοδυτικά απέναντι από την Ακρόπολη. Ο λόφος αυτός είχε ονομαστεί έτσι γιατί ήταν αφιερωμένος στις Μούσες. Από παρερμηνεία θεωρήθηκε πως πήρε το όνομά… … Dictionary of Greek
Καπιτώλιο ή Καπιτωλίνος λόφος — (Capitolium). Μικρός λόφος της Ρώμης, ΒΔ του Παλατίνου λόφου, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη της αρχαίας πόλης και ο ναός του Δία. Είχε υψόμετρο 46 49 μ. λόγω των δύο κορυφών του, στη μία από τις οποίες βρισκόταν η ακρόπολη και στη … Dictionary of Greek
Αβεντίνος λόφος — Ένας από τους επτά λόφους, ο νοτιότερος, πάνω στους οποίους είχε χτιστεί η Ρώμη. Κατοικήθηκε για πρώτη φορά την εποχή του βασιλιά Άγκου Μάρτιου και, παρότι βρισκόταν μέσα στο τείχος του Σέρβιου Τούλιου, έμεινε έξω από τα όρια της πόλης για… … Dictionary of Greek
Κυρινάλιος λόφος — (Mons Quirinalis). Ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης, στην αριστερή όχθη του Τίβερη. Έλαβε την ονομασία του από τον ομώνυμο ναό που φιλοξενούσε στην κορυφή του. Προτού ο Σέρβιος διαιρέσει την περιοχή σε συνοικίες, ονομαζόταν λόφος (collis), ενώ … Dictionary of Greek
Λυκαβηττός — Λόφος (277 μ.) στο κέντρο της Αθήνας, κωνικού σχήματος. Η πρόσβαση στον λόφο διευκολύνεται με τελεφερίκ. Στην κορυφή του Λ. υπάρχει η εκκλησία του Άη Γιώργη (που παλαιότερα είχε δώσει την ονομασία σε όλο τον λόφο), ενώ στη δυτική πλαγιά βρίσκεται … Dictionary of Greek
Αρδηττός — Λόφος της Αθήνας, πάνω από το Παναθηναϊκό στάδιο· οφείλει το όνομά του, σύμφωνα με τους αρχαίους γραμματικούς, στον αττικό ήρωα Αρδήττη, που ήταν ο πρώτος που κατόρθωσε να μονιάσει τους πολίτες της Αθήνας και να βάλει φραγμό στις συχνές… … Dictionary of Greek
Ζαφέρ Παπούρα — Λόφος (300 μ.) της Κρήτης. Βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την αρχαία Κνωσό. Στην περιοχή του βρέθηκε νεκροταφείο της τελευταίας υστερομινωικής περιόδου με πλούσιους σε κτερίσματα τάφους (13ος 14ος αι. π.Χ.). Το όνομά του οφείλεται στη … Dictionary of Greek