-
1 λάμνα
-
2 λάμνα
λάμνα, ἡ, ein großer Meerfisch -
3 λαμία
λαμία, ἡ, oder λάμια, ein großer gefräßiger Meerfisch, σελάχη ἐστὶ βοῦς καὶ λάμια, Arist. H. A. 5, 5. 9, 37; VLL. (vgl. λάμνα). Uebertr., Gefräßigkeit. – Ueber das gespenstische Schreckbild für Kinder Λάμια vgl. nom. pr. Vgl. über den Accent Drac. 20, 21; Spitzner de vers. her. p. 30; Mein. Men. p. 145. – Rach Diogen. bei E. M. 555, 54 sind τὰ λάμια = χάσματα, s. λαμός.
См. также в других словарях:
λάμνα — η (Α λάμνα και λάμνη) γένος ζωοτόκων καρχαριών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια isuridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάμια (Ι) κατά τα θηλ. σε να] … Dictionary of Greek
ισουρίδες ή λαμνίδες — (isuridαe ή lαmnidαe). Οικογένεια ψαριών της τάξης των πλευροτρηματικών, της ομοταξίας των χονδριχθύων. Πρόκειται για καρχαρίες με μήκος από 3 έως 12 μ., που ζουν στα πελάγη και ιδιαίτερα στις θάλασσες των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι… … Dictionary of Greek